Η Σουλεϊμανίγιε δεν είναι τζαμί
Ναζίμ Χικμέτ
Ο Ναζίμ Χικμέτ, ο Τούρκος ποιητής που ύμνησε την Οκτωβριανή επανάσταση, έγραψε τον παραπάνω στίχο, με το όνομα Ορχάν Σελίμ, σε μία στήλη που είχε σε καθημερινή εφημερίδα την δεκαετία του 1930. Ο Ναζίμ θεωρούνταν πολύ επικίνδυνος ως κομμουνιστής ποιητής και μαχητής για να μπορεί να γράφει άνετα και χωρίς τον φόβο της συνεχούς λογοκρισίας και δίωξης με το δικό του όνομα και γι’ αυτό χρησιμοποίησε ψευδώνυμο. Η «Σουλεϊμανίγιε» για την οποία μιλάει στο άρθρο που αναφέρουμε είναι ολοφάνερα τζαμί, τοποθετημένο σε έναν λόφο στην Κωνσταντινούπολη. Είναι στην πραγματικότητα το αριστούργημα του παγκόσμια αναγνωρισμένου Οθωμανού αρχιτέκτονα Σινάν (1490 – 1588), κατά παραγγελία της άλλης ιστορικής μορφής, του Σουλτάνου Σουλεϊμάν του Ύψιστου ή Νομοθέτη (1520-1566), ο οποίος τώρα έγινε, από μια ειρωνεία της ιστορίας, περισσότερο διάσημος διεθνώς όσο ποτέ, εξαιτίας των δημοφιλών τηλεοπτικών σειρών με τον τίτλο «Ο Μεγαλοπρεπής Αιώνας», οι οποίες εξάγονται σε όλες τις γωνιές του κόσμου. Αυτό που έλεγε ο Ναζίμ, ενάντια στο γεγονός και ενάντια στην κοινή λογική, ήταν ότι η Σουλεϊμανίγιε ήταν ένα τόσο όμορφο κτήριο, μια τέτοια εξαιρετική δημιουργία του ανθρώπινου μυαλού και την ανθρώπινης τεχνικής, ένα τέτοιο μεγαλοπρεπές προϊόν της ευφυΐας του Σινάν και της επιδεξιότητας των τεχνιτών του, που είναι πριν και πρώτα από όλα ένα έργο τέχνης καθεαυτό και μόνο δευτερευόντως, και ενδεχομένως, ένα θρησκευτικό κτίσμα.
Αυτό αληθεύει επίσης για το άλλο θαύμα στην ίδια την πόλη, την Κωνσταντινούπολη – την Αγία Σοφία.
Η κατάκτηση της Ιστανμπούλ
Η κατάκτηση της Ιστανμπούλ από τα στρατεύματα του άλλου παγκόσμια αναγνωρισμένου Οθωμανού σουλτάνου Μεχμέτ 2ου του Πορθητή, ήταν μια κοσμοϊστορική πράξη διπλωματίας και πολέμου. Σήμαινε ότι μια νέα αυτοκρατορία γεννιόνταν μέσα από τις στάχτες αυτού που επί αιώνες ήταν πρώτα η Ανατολική Ρώμη και στη συνέχεια το Βυζάντιο, οι οποίες καθαυτές ήταν ισχυρές αυτοκρατορίες. Το γεγονός άλλαξε την φυσιογνωμία τόσο της Ευρώπης όσο και εκείνης της γεωγραφικής περιοχής που είναι τώρα κοινώς αποκαλείται ΜΕΝΑ (αρκτικόλεξο από τις λέξεις Middle East and North Africa, Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική, Σ.τ.Μ.) γιατί έκανε τους Οθωμανούς μέρος αυτού που πολύ αργότερα θα αποκαλείτο «Το κοντσέρτο της Ευρώπης», έναν παράγοντα δηλαδή στη διαμόρφωση της μοίρας της Ευρώπης, έναν -μονομιάς- παράγοντα στον πρωταρχικά Ιουδαιοχριστιανικό κόσμο της ηπείρου όπως και σε εκείνον του Μουσουλμάνου «Άλλου» που συνεχώς απειλούσε τον κόσμο, και αργότερα, στον 19ο αιώνα, τον «ασθενή της Ευρώπης». Οι Οθωμανοί είχαν, σαφώς, εισχωρήσει στα Βαλκάνια νωρίτερα, αλλά «Αυτοκρατορία» έγιναν αφότου αυτή η πόλη-κόσμημα, (Κωνσταντινούπολη / Ιστανμπούλ, η αποκαλούμενη από τους Μουσουλμάνους «Κωνσταντινίγια») κατακτήθηκε.
Η Κωνσταντινούπολη κατακτήθηκε από τους Μουσουλμάνους, αλλά η μνήμη της Ρώμης (Ανατολικής Ρώμης φυσικά) πλανιόταν πάνω από την περιοχή που τότε αποκαλείτο Μικρά Ασία και τώρα Ανατολία. Στην Τουρκία, ο Ελληνικός πληθυσμός που μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, έμεινε στην Ιστανμπούλ, την Ανατολία ακόμα και παράκτια στην Κύπρο, την Κρήτη και άλλα νησιά στο Αιγαίο, αποκαλούνταν κι ακόμα και τώρα αποκαλείται, όχι Γιουνάν, την λέξη που χρησιμοποιείται για τους Έλληνες της Ελλάδας, αλλά Ρουμ, εννοώντας προφανώς «της Ρώμης». Ο πληθυσμός των Ρουμ έχει δυστυχώς βασικά χαθεί, αλλά το όνομα παραμένει. Αυτό είναι τόσο αληθινό που ο ποιητής που πιθανότητα θεωρείται ο μεγαλύτερος πριν τον Ναζίμ αυτής της ίδιας περιοχής, ένας Σούφι ποιητής του 13ου αιώνα, ονομάζεται επίσης Μαουλάνα Τζαλαλεντίν Ρούμι («ένας που ανήκει στην Ρώμη»)!
Έτσι αν και η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν ένα καθαρά Ισλαμικό κράτος (ο Σουλτάνος έγινε, κάπως αργότερα, στις αρχές του 16ου αιώνα Χαλίφης όλων των Μουσουλμάνων και παρέμεινε ως τέτοιος μέχρι το 1924), η κοινωνία που γεννήθηκε υπ’ αυτήν, ήταν ένα μοναδικό μείγμα, ένα αμάλγαμα, μπαίνει κανείς στον πειρασμό να πει, αυτού που τώρα θεωρείται πως είναι η Ανατολή και η Δύση, που μεταξύ τους είναι ανεπανόρθωτα απομονωμένες σε σχέση με τότε.
Οι Οθωμανοί μεταχειρίστηκαν άγρια την Κωνσταντινούπολη και τον πληθυσμό της. Εντούτοις παντού, από τον Ναό της Αχοντίγια στο Μεξικό ως το Τζαμί Μπάμπρι στην Ινδία, οι κατακτητές είτε ισοπέδωσαν τους ναούς του προηγούμενου ντόπιου πολιτισμού χτίζοντας το δικό τους τόπο λατρείας πάνω στα συντρίμμια, είτε μετέτρεψαν το ίδιο κτήριο προς θρησκευτική χρήση του κατακτητή. Αυτό είναι εκείνο που έκανε ο Μεχμέτ 2ος ο Πορθητής στην Αγία Σοφία, χτισμένη στον 6ο αιώνα και χρησιμοποιούμενη ως καθεδρικός ναός. Τη μετέτρεψε σε τζαμί, χωρίς εντούτοις, να καταστρέψει κανένα από τα έργα τέχνης και τα υπάρχοντα πολύτιμα για την Χριστιανική Ορθοδοξία αντικείμενα. Ήταν υπέρ μιας σύνθεσης της Ανατολής με την Δύση, αλλά φυσικά κάτω από την σιδερογροθιά του δικού του πολιτισμού. Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης ήταν επίσης ένα πολύ βίαιο συμβάν, με περιστατικά μαζικών δολοφονιών, λεηλασιών και υποδούλωσης. Αλλά και πάλι, ποιος πολιτισμός δεν έκανε τις ίδιες πράξεις του είδους εκείνου που τώρα θεωρούμε ως απάνθρωπο; Η Αλ Κούντς/Ιερουσαλήμ, η πόλη που θεωρείται ιερή από τις τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες, κάποτε σχεδόν αιμορράγησε μέχρι θανάτου από τους κατακτητικούς στρατούς των Σταυροφόρων. Και η Αγία Σοφία η ίδια, είχε νωρίτερα μεταμορφωθεί από Ορθόδοξη βασιλική εκκλησία, σε Ρωμαϊκό καθεδρικό ναό υπό την κυριαρχία των Σταυροφόρων [1204 – Σ.τ.Μ.].
Σήμερα η κυβέρνηση του Ερντογάν και το Συμβούλιο της Επικρατείας, ο θεσμός που εισήχθη την εποχή του «Εκδυτικισμού» των Οθωμανών στα τέλη του 19ου αιώνα, από μια παράξενη συστροφή της ιστορίας που είναι τυπική στη Δύση (Γαλλία), έχει μετατρέψει την Αγία Σοφία σε τζαμί. Αλλά δεν ήταν ένα τζαμί ήδη από την κατάκτηση και έχει στα αλήθεια μετατραπεί σε τζαμί; Για να απαντήσουμε σε αυτές τις ερωτήσεις, πρέπει να καταλάβουμε την δεύτερη κατάκτηση της Ιστανμπούλ.
Τα απροσπέλαστα Δαρδανέλια
Η Ιστανμπούλ/Κωνσταντινούπολη χάθηκε από τους Τούρκους, έστω και προσωρινά, στο τέλος του Μεγάλου Πολέμου [του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου – Σ.τ.Μ.]. Τα Συμμαχικά στρατεύματα κατέλαβαν την πόλη ανεπίσημα στις 13 Νοεμβρίου 1918, αμέσως μετά την υπογραφή της εκεχειρίας με το Οθωμανικό κράτος. Αργότερα, στις 16 Μαρτίου του 1920 οι Βρετανοί θα ανακαταλάβουν την πόλη, αυτή την φορά επίσημα, κλείνοντας το εύθραυστο Οθωμανικό κοινοβούλιο και εμπιστευόμενοι την διοίκηση της πόλης στο ασθενικό πλάσμα με το όνομα Σουλτάνος Βαχιντεντίν, ο οποίος είχε ενθρονιστεί προς το τέλος του πολέμου και έναν κάποιον Νταμάτ Φερίτ Πασά (Νταμάτ, σημαίνει «νόμιμο γιο» γιατί είχε παντρευτεί μια κυρία της Οθωμανικής αυλής), έναν λακέ του Βρετανικού ιμπεριαλισμού, ως Πρωθυπουργό. Στο μεταξύ, στις 15 Μάη 1919, ο Ελληνικός στρατός είχε αποβιβαστεί στο Ιζμίρ (Σμύρνη, σήμερα τρίτη μεγαλύτερη πόλη της χώρας, ένα σημαντικό λιμάνι στο Αιγαίο από τον 19ο αιώνα) για λογαριασμό των Βρετανών.
Ακόμα και σήμερα ο μέσος Τούρκος θα υπερηφανευτεί για το γεγονός ότι οι Βρετανοί και οι συμμαχικές δυνάμεις απωθήθηκαν στην λεγόμενη εκστρατεία των Δαρδανελίων το 1915, κατά την διάρκεια της οποίας οι Σύμμαχοι προσπάθησαν να περάσουν τα Στενά των Δαρδανελίων προκειμένου να φτάσουν στην Ιστανμπούλ και να κερδίσουν τον έλεγχο επίσης του Στενού της Ιστανμπούλ (Βόσπορος) ανοίγοντας δίοδο προς την Μαύρη Θάλασσα (εξ ου και η δημοφιλής έκφραση «Απροσπέλαστα Δαρδανέλια», τόσο δημοφιλής που είναι κοινότοπη ακόμα και στην αργκό των οπαδών). Εντούτοις, καθώς ο πόλεμος τελείωνε, τα Δαρδανέλια, σχηματικά μιλώντας, διασχίστηκαν και τα δύο στενά πέρασαν σε Βρετανικό έλεγχο. Η μάχη των Δαρδανελίων κερδήθηκε, αλλά ο πόλεμος για την Ιστανμπούλ και την Ανατολία χάθηκε. Ακόμα και το κράτος που απέμεινε μετά τον κατατεμαχισμό του Οθωμανικού κράτους με τις Βαλκανικές κτήσεις του στους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-1913 και όλες του τις κτήσεις στη Μεσοποταμία, τον Λεβάντε και την Αραβική χερσόνησο κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου, τότε έχασε τον έλεγχο ενός μεγάλου μέρους των εδαφών του από τις κατοχικές δυνάμεις των ιμπεριαλιστικών χωρών (Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία) και του τότε, υπό Βρετανική προστασία, αστικού βασιλείου της Ελλάδας.
Η Οθωμανική αυτοκρατορία ήταν ετοιμοθάνατη, αλλά παρέδωσε το μεγαλύτερο μέρος της επικράτειάς της στον ιμπεριαλισμό και τους συμμάχους του, καθώς ο πρόθυμος Σουλτάνος και η καμαρίλα του γύρω από τον Νταμάτ Φερίτ, προσπαθούσαν να σώσουν το τομάρι τους με την υποταγή τους στους Βρετανούς. Αν ολόκληρος ο Τούρκικος-Μουσουλμανικός πληθυσμός της Ανατολίας δεν άρχιζε να οργανώνεται σε τοπικές ενώσεις κι ακόμα να πολεμά την κατοχή στις διαφορετικές περιοχές διαμέσου του αντάρτικου στρατού κι αν τα εναπομείναντα στελέχη των προηγούμενων αστικών επαναστάσεων του 1908 δεν είχαν οργανώσει και συγκεντρώσει αυτές τις κατά καιρούς φυγόκεντρες δυνάμεις για να εγκαθιδρύσουν μια βάση για δυαδική εξουσία στην Άγκυρα και να χτίσουν έναν στρατό που θα μπορούσε να αναμετρηθεί με τους κατακτητές, η Δυτική Ανατολία ίσως θα ήταν Ελληνική επικράτεια για το υπόλοιπο του 20ου αιώνα. Όλα αυτά ήταν απαραίτητα, αλλά όχι επαρκή. Ήταν η ύπαρξη της Σοβιετικής Ρωσίας και της συμμαχίας της με την νέα κυβέρνηση της Άγκυρας που εγκαθιδρύθηκε τον Απρίλη του 1920 που χάραξε την μοίρα της Ανατολίας. Χωρίς την γενναία Σοβιετική βοήθεια και υποστήριξη και χωρίς την ηρωική πολιτική του επαναστατικού ντεφετισμού από την πλευρά του Ελληνικού Κομμουνιστικού Κόμματος, ένας παράγοντας που είχε ιδιαίτερη βαρύτητα στα αποφασιστικά στάδια του Ελληνοτουρκικού πολέμου, η μοντέρνα Τουρκία ίσως να μην είχε επιβιώσει. Το ίδιο προτσές διαμέσου του οποίου ο στρατός του Μουσταφά Κεμάλ (του μετέπειτα επονομαζόμενου ως Ατατούρκ), νίκησε τον Ελληνικό στρατό και εγκαθίδρυσε ένα ανεξάρτητο Τουρκικό κράτος σχεδόν σε όλη την περιοχή της Ανατολίας, έφερε επίσης επαναστατική αλλαγή από μια πολυεθνική Ισλαμική αυτοκρατορία σε μια αστική δημοκρατία. Η Ιστανμπούλ συνεπώς κατακτήθηκε έτσι από τους Τούρκους για δεύτερη φορά, αποσπώμενη αυτή τη φορά από τα χέρια του συνεργαζόμενου με τους Συμμάχους Βρετανικού ιμπεριαλισμού.
Χωρίς την κατανόηση της απόλυτης ιστορικής αποτυχίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, του άλλοτε σίγουρου κομιστή του Ισλαμικού μεγαλείου στην Ευρώπη, αλλά έναν παρία στο «Κοντσέρτο των Κρατών» του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα, κανείς δεν μπορεί να καταλάβει την τροχιά της Τουρκίας του 20ου αιώνα. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία εξάντλησε όλες της τις δυνατότητες. Η δημοκρατία γεννήθηκε από την παρακμασμένη αυτοκρατορία. Και ήταν το προϊόν μιας επαναστατικής εποχής που διάρκεσε τουλάχιστον για 15 χρόνια, σημαδεύτηκε από πολέμους στο μεταξύ και δύο ξεχωριστές επαναστάσεις, αυτή του 1908 και του 1923. Αυτοί που νοσταλγικά λαχταρούν την αυτοκρατορία σήμερα απλούστατα αγνοούν τα γεγονότα. Συνεπώς, η ιδιότυπη εκκοσμίκευση της νέας δημοκρατίας είναι αυτό που εξηγεί το γεγονός ότι η Αγία Σοφία, ένα τζαμί από το 1453 και μετά, θα μετατρεπόταν και πάλι σε τζαμί το 2020.
Ήταν το 1934 που η κυβέρνηση της νεαρής δημοκρατίας της Τουρκίας, με τον Ατατούρκ επικεφαλής, υπέγραψε ένα διάταγμα μετατροπής της Αγίας Σοφίας από τζαμί σε μουσείο. Στο ακραία πολωμένο κλίμα του σήμερα, όπου οι Ισλαμιστές και οι Κεμαλιστές αντιμάχονται μεταξύ τους σε σχεδόν κάθε κοινωνικό και πολιτισμικό θέμα, οι Κεμαλιστές ερμηνεύουν αυτήν την δράση ως κίνηση για την ενδυνάμωση της κοσμικής φύσης του νέου κράτους. Αναμφίβολα υπάρχει ένα στοιχείο αλήθειας σε αυτό, από την στιγμή που ο Μουσταφά Κεμάλ προσπαθούσε με όλα τα μέσα να συρρικνώσει την επιρροή του Ισλάμ στην κοινωνία και την πολιτική. Εντούτοις, αυτή η προσπάθεια να μειώσει το υποστήριγμα του Ισλάμ δεν ήταν απλώς για σκοπούς ενδυνάμωσης της εκκοσμίκευσης. Ήταν πολύ έντονα μια προσπάθεια, την ίδια στιγμή, να κάνει την Τουρκική κοινωνία μέλος του «σύγχρονου πολιτισμού», ο οποίος για τους Κεμαλιστές ήταν ο ιμπεριαλιστικός Ευρωπαϊκός πολιτισμός στην ολότητά του. Με άλλα λόγια, οι Κεμαλιστές ήταν σαν Ευρωπαίοι αποικιοκράτες με Τουρκικό δέρμα, αυτο-αποικιοκράτες θα μπορούσε κάποιος να πει. Η μεταμόρφωση της Αγίας Σοφίας σε μουσείο ήταν επίσης μια κίνηση να κάνουν την «νέα Τουρκία» συμπαθητική στα Ευρωπαϊκά ή γενικότερα Δυτικά ακροατήρια. Αυτό, μαζί με την δουλική υποταγή της Τουρκίας στις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και την Ε.Ε. στην περίοδο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, έπληξε τρομερά την ιδέα της δημοκρατίας, αποκτώντας (και η κοσμικότητα) την εχθρότητα ολόκληρων μερίδων του πληθυσμού, οδηγώντας στην αναβίωση του Ισλάμ στην Τουρκική πολιτική ζωή μετά το ‘60, η οποία (αναβίωση – Σ.τ.Μ.) είναι ο θεμελιακός ιστορικός παράγοντας που κράτησε τον Ερντογάν στην εξουσία για σχεδόν δύο δεκαετίες τώρα, όπως εξηγήσαμε σε αναλυτικά σε άλλο άρθρο. 2
Έχει ο Ερντογάν ολοκληρωτικά απαγορεύσει το πεδίο αυτής της ιδιόμορφης εκκοσμίκευσης; Αυτή μπορεί να είναι πολύ καλά η κατεύθυνση που ακολουθεί. Αλλά αυτό είναι απλά ένα τακτικό ερώτημα σε αυτήν την στρατηγική πορεία που έχει θέσει ο ίδιος. Ο στρατηγικός σκοπός είναι να κάνει την Τουρκία ηγεμονική δύναμη στον κόσμο του Σουνιτικού Ισλάμ, να αρχίσει με τον Σουνιτικό Αραβικό κόσμο της περιοχής ΜΕΝΑ και να γίνει εκείνος ο ηγέτης (“Reis”) αυτού του κόσμου. Αυτή είναι η πολιτική αυτού που πολλοί αποκαλούν νεο-Οθωμανισμό και εμείς έχουμε αποκαλέσει «Ραμπιισμό» σε άλλα άρθρα. Ο υπολογισμός αυτού του ταξιδιού είναι σίγουρα η αναζωογόνηση του Χαλιφάτου. Αυτή θα είναι πιθανότατα η σφραγίδα που θα τεθεί πάνω στην αναδημιουργία της Τουρκικής ηγεμονίας πάνω στον Ισλαμικό κόσμο, αλλά μόνο η υπέρτατη μορφή αυτής της ηγεμονίας ανάμεσα σε άλλες πιθανές μορφές.
Ο Ερντογάν ίσως να κατευθύνεται προς τα εκεί, αλλά είναι πολύ μακριά από τον προορισμό (και είναι πολύ αμφίβολο αν μπορεί ποτέ να φτάσει σε αυτόν τον προορισμό). Και όσο δεν έχει προχωρήσει στο τελευταίο βήμα αυτού του μαραθώνιου, δεν πρόκειται και πράγματι δεν μπορεί να καταργήσει το στενά πλεγμένο δίκτυο δεσμών της Τουρκίας με τον Δυτικό ιμπεριαλισμό. Αν μπορεί να βρει έναν σπόνσορα για αυτόν τον στόχο Δύση (για παράδειγμα την Βρετανία, που τώρα υποστηρίζει τις Ραμπιιστικές του πολιτικές στη Συρία και τη Λιβύη, ή τις ΗΠΑ, μαζί με το Ισραήλ, που παίρνει καλοπροαίρετα μια Σουνιτική σεκταριστική πολιτική όσο ταιριάζει στη μάχη ενάντια στο Ιράν), δεν θα αποφύγει οριστικά μια τέτοια συμμαχία. Ώστε κάθε κίνηση που μοιάζει σα να ήταν «τελικά» μια ρήξη από το παρελθόν είναι μόνο άλλο ένα βήμα προς τον στρατηγικό του στόχο αλλά όχι μια ρήξη. Ο όρος «Νεο-Οθωμανισμός» σαν αντίληψη, συνεπώς, είναι παραπλανητικός. Αν μπορεί να φτάσει τον στόχο του κάτω από την δημοκρατική μορφή, αυτό δεν τον ενοχλεί καθόλου.
Γι’ αυτό, το ζήτημα της μεταστροφής της Αγίας Σοφίας σε τζαμί είναι πολύ αμφίβολο. Πουθενά δεν έχει πει ο Ερντογάν ότι θα την «μετατρέψει σε τζαμί». Είπε μόνο ότι η Αγία Σοφία θα υπηρετεί τους Μουσουλμάνους για προσευχές, σπεύδοντας να προσθέσει ότι θα είναι ανοιχτό για Μουσουλμάνους και μη, εξίσου. Η τελική ρύθμιση περιβάλλεται από ένα καλομελετημένο μυστήριο. Για τα αφοσιωμένα Μουσουλμανικά ακροατήριά του μέσα και έξω από την Τουρκία (θυμηθείτε ότι εύχεται να είναι βασιλιάς, δηλαδή ηγέτης όλων των Μουσουλμάνων, τουλάχιστον στον Σουνιτικό βραχίονα), δρα σαν η Αγία Σοφία να ήταν τώρα ήδη τζαμί. Για την κατανάλωση του Χριστιανικού κόσμου, στον οποίο οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις παίζουν τον κύριο ρόλο, προσθέτει «Μουσουλμάνοι και μη-Μουσουλμάνοι εξίσου». Θα δούμε πώς το περιεχόμενο αυτής της διπλής κίνησης στην παγκόσμια και εσωτερική σκακιέρα θα αναδειχθεί στο κοντινό μέλλον. Αλλά προς το παρόν το «τζαμί» δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια μάσκα.
Η τελική κατάκτηση
Δεν είναι επί ματαίω που έχουν υπάρξει τόσα βάσανα Ιστανμπούλ
Περίμενέ μας
Περίμενέ μας με την μεγάλη και γαλήνια Σουλεϊμανίγιε
Με τα πάρκα τις γέφυρές σου τους πύργους σου τις πλατείες σου
…
Περίμενε για τις πορείες μας στις λεωφόρους σου με τραγούδια νίκης
Περίμενε ώστε ο δυναμίτης της ιστορίας
Περίμενε ώστε οι γροθιές μας
Ανατρέψουν το βασίλειο των ληστών
Περίμενε, Ιστανμπούλ, για αυτές τις μέρες, περίμενε
Σε αξίζουμε
Βεντάτ Τουρκαλί
Μόλις ένα μήνα πριν, δημοσιεύσαμε [στο redmed] ένα άρθρο στο οποίο γινόταν περιγραφή της εξέγερσης της εργατικής τάξης, στην Ιστανμπούλ και στις γύρω βιομηχανικές πόλεις στις 15 και 16 Ιουνίου του 1970 με τον ακόλουθο τρόπο:
«Ακριβώς 50 χρόνια πριν, η Τουρκία συγκλονίστηκε από μια εργατική εξέγερση που ακόμα στέκει σαν το απόγειο της μαχητικότητας της εργατικής τάξης στην ιστορία της χώρας. Οι εργάτες της Ιστανμπούλ και των γειτονικών πόλεων του Γκέμπζε, του Ιζμίτ, κατέλαβαν δρόμους και πλατείες, γεμίζοντας τις καρδιές των αστών με φόβο, υπερβαίνοντας κάθε οδόφραγμα που τέθηκε από την αστυνομία και τον στρατό, αποσπώντας με βίαιη πάλη τους συντρόφους τους εργάτες που είχαν τεθεί υπό κράτηση στους αστυνομικούς χώρους, τραγουδώντας συνθήματα σε μία από τις κύριες λεωφόρους της πόλης που πάντα ήταν η περηφάνια των πλούσιων λέγοντας τότε, με τα λόγια ενός εργάτη στις γραμμές τους, ότι «οι πλούσιοι θα δουν την δύναμή μας» και εκδηλώνοντας την αναμφισβήτητη δύναμη διαδήλωναν μπροστά σε κυβερνητικά κτήρια και τοπικά στρατιωτικά τμήματα. Η εικόνα των πολιτών στην οροφή των τανκς τη νύχτα της 15 Ιουλίου 2016 που πάλευαν ενάντια στο αποτυχημένο πραξικόπημα έκανε μια μεγάλη εντύπωση στα διεθνή ακροατήρια. Παρά το ότι κοντά έναν αιώνα πριν η εργατική τάξη έκανε τα ίδια πράγματα στους δρόμους της Ιστανμπούλ! Για δύο μέρες η αστική τάξη και τα όργανά της κλείστηκαν στις αποθήκες και η Ιστανμπούλ κατακτήθηκε από εκείνους που ζούσαν με την εργασία τους».
«Η Ιστανμπούλ κατακτήθηκε». Αυτό είναι που είπαμε. Παρόλα αυτά ξέραμε πολύ λίγα εκείνο τον καιρό για το ότι σε διάστημα μόλις ενός μήνα θα είμαστε αντιμέτωποι με μια κατάσταση όπου, στη βάση της ιστορικής κατάκτησης της Ιστανμπούλ, το Συμβούλιο της Επικρατείας στηριγμένο στις νομικές διατάξεις του Σουλτανάτου, θα ακύρωνε το διάταγμα που πέρασε από την κυβέρνηση το 1934 και θα έκανε ξανά δια νόμου δεσμευτικό στον τωρινό πρόεδρο να μετατρέψει την Αγία Σοφία σε τζαμί.
Τα γεγονότα του 1970 του Ιουνίου ήταν η πρώτη φορά που η εργατική τάξη της Τουρκίας ανυψώθηκε στο επίπεδο της ιστορίας ως ανεξάρτητη δύναμη. Από τότε έχουν υπάρξει σκαμπανεβάσματα στην ταξική πάλη στην Τουρκία και φυσικά, εξίσου πολύ σημαντικό, στο παγκόσμιο περιβάλλον της χώρας. Το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1980 ήταν μια πλήρης κλίμακας επίθεση στη δύναμη που η εργατική τάξη είχε αποκτήσει στις δύο δεκαετίες ανόδου της ταξικής πάλης από το 1960 ως το 1980. Ήταν -απογυμνωμένο από όλα τα ιδεολογικά στολίδια- μια απάντηση στα γεγονότα της 15 και 16 Ιουνίου.
Με τα τελευταία υπολείμματα της χούντας να έχουν φύγει το 1989, μετά από ένα μεσοδιάστημα σχεδόν μιας δεκαετίας, το ΑΚΡ ανέβηκε στην εξουσία. Από την πρώτη μέρα ασκεί μια ατέλειωτη επίθεση στα δικαιώματα και τις κατακτήσεις της εργατικής τάξης διαμέσου ιδιωτικοποιήσεων, την ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας, την τυφλή πρωτοκαθεδρία που δίνει στα συνδικάτα που είναι με τη μεριά της κυβέρνησης πολιτικά, και πιο σημαντικό, τα διαδοχικά επεισόδια της απαγόρευσης απεργιών. Συνεπώς όλο και περισσότερο η εργατική τάξη φαίνεται έτοιμη να αντεπιτεθεί, όπως έγινε σαφές στην άγρια απεργία στη βιομηχανία μετάλλου το 2015 και τις κινητοποιήσεις κατά τη διάρκεια των συλλογικών διαπραγματευτικών διαδικασιών των μεταλλεργατών τον περασμένο χειμώνα.
Το πνεύμα της 15 και 16 Ιουνίου, θα γυρίσει πίσω, δεν υπάρχει αμφιβολία για αυτό. Έχοντας κατακτήσει την Ιστανμπούλ για μόλις δύο μέρες 50 χρόνια πριν, οι εργάτες ετούτο τον καιρό δεν θα σταματήσουν μέχρι να πάρουν την εξουσία. Αυτή δεν θα είναι μια κατάκτηση μιας προ-καπιταλιστικής αυτοκρατορίας από μια άλλη. Αυτή δεν θα είναι η μάχη ενός αστικού έθνους ενάντια σε άλλο. Αυτή θα είναι η κατάκτηση μιας ταξικής κοινωνίας από τους σφετεριστές όλης της κοινωνικό-οικονομικής και πολιτικής εξουσίας προκειμένου να ενώσει και εξίσου να βασίσει όλα τα έθνη σε μια ομοσπονδία του κόσμου ώστε να δουν να μαραίνονται εξίσου οι κοινωνικές τάξεις και όλα τα είδη καταπίεσης, παλεύοντας συνειδητά ενάντια και εξαλείφοντας την ρατσιστική, θρησκευτική, έμφυλη κυριαρχία και υποταγή.
Όπως ένας από τους μεγάλους Τούρκους κομμουνιστές μυθιστοριογράφους και σεναριογράφους του 20ου αιώνα, ο Βεντάτ Τουρκαλί, λέει σε ένα σπάνιο ποίημά του, η Σουλεϊμανίγιε είναι αυτό που η εργατική τάξη αξίζει και η εργατική τάξη είναι αυτό που η Σουλεϊμανίγιε αξίζει.
Η Βαλκανική επανάσταση και η παγκόσμια επανάσταση θα φέρουν χώρες μαζί στην προσπάθειά τους να εκπαιδεύσουν τις νέες γενιές της εργατικής τάξης όχι μόνο στο πεδίο της αδελφοσύνης των εθνών και θρησκειών αλλά επίσης στις τέχνες, την μουσική και τη λογοτεχνία. Είναι τότε που οι εγγονοί και οι εγγονές των εργατών της Τουρκίας, Τούρκοι και Κούρδοι, και της Ελλάδας, Ρουμ και Γιουνάν, θα πάρουν μαζί την Ιστανμπούλ/Κωνσταντινούπολη για να χαρούν την ομορφιά της Αγίας Σοφίας, που δεν είναι ούτε ένας καθεδρικός ναός, ούτε τζαμί αλλά η ενσάρκωση της ομορφιάς. Μετά την τελική κατάκτηση, η Αγία Σοφία και η Σουλεϊμανίγιε θα απλώσουν τα χέρια μεταξύ τους καλώντας τo Ναό της Ayodhya και το Τζαμί του Μπάμπρι για να αγκαλιαστούν ευτυχισμένοι για πάντα.
18 Ιουλίου 2020
1. | Ο Σουνγκούρ Σαβράν είναι ηγέτης του DIP/Επαναστατικό Εργατικό Κόμμα της Τουρκίας | |
2. | «Τάξη, Κράτος και Θρησκεία στην Τουρκία», στο «Νεοφιλελεύθερο έρημο τοπίο και η άνοδος του Ισλαμικού κεφαλαίου στην Τουρκία», 2017. |