Akdeniz: Dünya devriminin yeni havzası!

The Mediterranean: new basin of world revolution!

البحر الأبيض: الحوض الجديد للثورة العالمية

مدیترانه: حوزه جدید انقلاب جهانی

Il Mediterraneo: nuovo bacino della rivoluzione mondiale!

Μεσόγειος: Νέα λεκάνη της παγκόσμιας επανάστασης!

Derya Sıpî: Deşta nû a şoreşa cihânê

Միջերկրական ծով: նոր ավազանում համաշխարհային հեղափոխության.

El Mediterráneo: Nueva cuenca de la revolución mundial!

La Méditerranée: nouveau bassin la révolution mondiale!

Mediterrâneo: bacia nova da revolução mundial!

Η ουσία και ο ταξικός χαρακτήρας του “Ανοίγματος” Ερντογάν

Η διαδικασία που ξεκίνησε ο Ντεβλέτ Μπαχτσελί, ηγέτης του MHP (Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης), του κυριότερου φασιστικού κόμματος στην Τουρκία και σύμμαχος του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, στην κοινοβουλευτική του ομιλία και που συνεχίστηκε από την έκκληση του Αμπντουλάχ Οτσαλάν, δηλαδή του φυλακισμένου ιστορικού ηγέτη του [Εργατικού Κόμματος Κουρδιστάν – Σ.τ.Μ.] ΡΚΚ για διάλυση και αφοπλισμό, έχει εισέλθει σε νέα φάση με την απόφαση του Έκτακτου 12ου Συνεδρίου του PKK να διαλύσει το κόμμα και να τερματίσει τον ένοπλο αγώνα. Αυτή η διαδικασία περιγράφεται από το κράτος ως «Τουρκία χωρίς τρομοκρατία» και από το ΡΚΚ και τον Οτσαλάν ως μια πρωτοβουλία για «μια ειρηνική και δημοκρατική κοινωνία». Κανένας από τους δύο χαρακτηρισμούς δεν αντικατοπτρίζει την πραγματική φύση της διαδικασίας. Αντιθέτως, και τα δύο χρησιμεύουν στην απόκρυψη και συσκότιση της πραγματικής της ουσίας. Από την αρχή κιόλας, το Επαναστατικό Εργατικό Κόμμα (DIP) στην Τουρκία έχει δηλώσει ότι αυτή η διαδικασία δεν αφορά ούτε την τρομοκρατία ούτε την ειρήνη. Στον πυρήνα της, καθοδηγείται από τα συμφέροντα της αποικιοκρατικής αστικής τάξης και τις επεκτατικές της πολιτικές/όνειρα υπό την προστασία του ιμπεριαλισμού, ανοίγοντας την πόρτα σε νέους πολέμους. Πίσω από την απόφαση του PKK να διαλύσει την οργανωτική του δομή και να τερματίσει τον ένοπλο αγώνα κρύβεται ένας προσανατολισμός προς την ευθυγράμμιση όλων των συνιστωσών του κουρδικού κινήματος με αυτά τα συμφέροντα και τις πολιτικές. Αυτά τα συμφέροντα και οι πολιτικές είναι που καθορίζουν ολόκληρη τη διαδικασία και θα συνεχίσουν να το κάνουν και στο μέλλον.

Επομένως, είναι λανθασμένο να χαρακτηρίζουμε τις τρέχουσες εξελίξεις ως «ειρηνευτική διαδικασία» ή «κουρδικό άνοιγμα», υπονοώντας ότι ο στόχος είναι η επίλυση του κουρδικού ζητήματος. Είναι πολύ πιο ακριβές να ερμηνεύσουμε και να χαρακτηρίσουμε τις πρωτοβουλίες που εκτείνονται από τη δεκαετία του 1990, τελικά, ως «ανοίγματα στο πετρέλαιο». Σε όλο το άρθρο, θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε γιατί αυτός ο χαρακτηρισμός είναι καταλληλότερος. Ως εκ τούτου, όταν αναφερόμαστε στις τρέχουσες πολιτικές εξελίξεις ως «διαδικασία» ή «άνοιγμα», κατανοούμε το υποκείμενο περιεχόμενο όχι ως «λύση», αλλά ως αναζήτηση «πετρελαίου». Η αντίθεση σε αυτή τη διαδικασία δεν αφορά την υποστήριξη στρατιωτικών λύσεων στο κουρδικό ζήτημα ή την εναντίωση στην ειρήνη. Αντίθετα, πρόκειται για την ανάληψη θέσης ενάντια στα συμφέροντα και τις επεκτατικές πολιτικές της αποικιοκρατικής αστικής τάξης. Αυτές οι πολιτικές είναι αντίθετες με τα συμφέροντα των εργαζομένων, των εργατών και των φτωχών από όλα τα έθνη και τις χώρες. Η σχέση αυτής της διαδικασίας με την ειρήνη και τη δημοκρατία περιορίζεται στη χρήση αυτών των εννοιών ως μάσκες για την κάλυψη αντιδραστικών, επεκτατικών και ιμπεριαλιστικών στόχων.

H μία πλευρά, η κρατική πλευρά, παρουσιάζει τη διαδικασία «Τουρκία χωρίς τρομοκρατία» ως κρατική πολιτική, συγκεντρώνοντας τα μέτωπα της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης μαζί με όλους τους αστικούς πολιτικούς παράγοντες σε μια ενιαία θέση. Από την άλλη πλευρά, το κουρδικό κίνημα αναθέτει στους συμμάχους του, κυρίως τα αριστερά κινήματα, την αποστολή της υποστήριξης και της προώθησης της διαδικασίας σύμφωνα με τις δικές του απαιτήσεις. Αρχικά, δημιουργήθηκε μια ατμόσφαιρα σαν, σε αντίθεση με τις προηγούμενες διαδικασίες ανοίγματος, όλα να είχαν προκαθοριστεί και διευθετηθεί, και εκτός αν υπήρχε αντίσταση από το εσωτερικό ή εξωτερική παρέμβαση, η ολοκλήρωση της διαδικασίας ήταν ουσιαστικά εγγυημένη. Ωστόσο, γρήγορα έγινε φανερό ότι η πραγματικότητα ήταν κάθε άλλο παρά έτσι. Το κράτος, στις επίσημες δηλώσεις του, απαιτεί την άνευ όρων διάλυση του PKK. Αν και το PKK διεξήγαγε το 12ο Συνέδριό του και αποφάσισε τη διάλυση και τον τερματισμό του ένοπλου αγώνα, το κείμενο του ψηφίσματος περιλαμβάνει όρους όπως ο Οτσαλάν να ηγηθεί της διαδικασίας και στην πραγματικότητα, η μόνη συγκεκριμένη απόφαση διατυπώθηκε με τρόπο που τους αφήνει ελεύθερα τα χέρια: «Τερματίζουμε τις δραστηριότητες που διεξάγονται με το όνομα PKK».

Είναι προφανές ότι ο Μπαχτσελί δεν μπόρεσε να πείσει ή να εμπλέξει τον Ερντογάν και το ΑΚΡ, καθώς και τις φράξιες εντός του στρατιωτικού κατεστημένου που είναι ευθυγραμμισμένες με το ημι-στρατιωτικό καθεστώς, με το ίδιο επίπεδο επιτυχίας. Το Υπουργείο Άμυνας δηλώνει ότι «οι επιχειρήσεις συνεχίζονται χωρίς διακοπή για τη μείωση της επιχειρησιακής ικανότητας του PKK στο μηδέν» και υπάρχουν εκτιμήσεις από το PKK ότι οι ένοπλες συγκρούσεις βρίσκονται σε εξέλιξη. Ενώ το κράτος αναμένει πρακτικά βήματα προς τον αφοπλισμό, οι δηλώσεις του PKK τονίζουν ότι αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο υπό την άμεση ηγεσία του Οτσαλάν. Το πακέτο δικαστικού μηχανισμού που παρουσίασε στο κοινοβούλιο το ΑΚΡ [Ερντογάν -Σ.τ.Μ.] ήρθε σε πολύ περιορισμένη μορφή, προκαλώντας έντονη αντίδραση από το [φιλοκουρδικό εκπροσωπούμενο στο κοινοβούλιο – Σ.τ.Μ.] κόμμα DEM, το οποίο δήλωσε ότι «ώδινεν όρος και έτεκε μυν». Οι αναμενόμενες νομικές μεταρρυθμίσεις που θα μπορούσαν να διασφαλίσουν την απελευθέρωση μεγάλου αριθμού πολιτικών κρατουμένων, την απομάκρυνση των κρατικών επιτρόπων από τους δήμους που αρχικά κυβερνούσε το Κόμμα DEM ή την τοποθέτηση του Οτσαλάν σε κατ’ οίκον περιορισμό (πιθανώς ακόμα στο νησί Ιμραλί, όπου βρίσκεται η παρούσα φυλακή του) είτε δεν έχουν εφαρμοστεί είτε προχωρούν με ρυθμούς χελώνας, ενώ το δεσποτικό καθεστώς συνεχίζει αμείωτες τις καταπιεστικές και αυθαίρετες πρακτικές του. Η μορφή του δεσποτικού καθεστώτος ακολουθεί σαφώς μια στρατηγική διαπραγμάτευσης με ομηρίες.

Δηλώσεις υψηλόβαθμων ηγετών του PKK, όπως οι Μπεσέ Χοζάτ, Ντουράν Καλκάν και Μουράτ Καραγιλάν, που εμφανίζονται στον Τύπο, απαιτούν από το κράτος να λάβει μέτρα, ειδικά όσον αφορά στην απελευθέρωση του Οτσαλάν, για να προχωρήσει η διαδικασία διάλυσης και αφοπλισμού. Αυτές οι δηλώσεις όχι μόνο εκφράζουν απαιτήσεις, αλλά τονίζουν επίσης ότι οι τεχνολογικές και μαχητικές δυνατότητες του PKK έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Συγκεκριμένα, η Μπεσέ Χοζάτ ισχυρίζεται ότι «μόνο ο ηγέτης Άπο [συντομογραφία του ονόματος Αμπντουλάχ] μπορεί να πάρει τα όπλα από τα χέρια των μαχητών», ενώ στην ίδια δήλωση υπονοεί ότι αν το PKK συνεχίσει τον πόλεμο, θα μπορούσε να λάβει υποστήριξη από τις ΗΠΑ και το Ισραήλ. Με την κλιμάκωση του πολέμου Ισραήλ-Ιράν, η τάση να καθυστερεί η διαδικασία αφοπλισμού και να «αξιολογούνται επιλογές» ανάλογα με την πορεία του πολέμου εκφράζεται ολοένα και περισσότερο από διάφορους παράγοντες.

Στρέφοντας το βλέμμα μας προς το σοσιαλιστικό κίνημα, η αριστερά, που έχει από καιρό συγχωνευθεί με το κουρδικό κίνημα, έχει ενσωματωθεί παθητικά στη διαδικασία μέσω του Κόμματος DEM. Με μια αντίληψη σταδίων, οι αριστεροί που θέτουν την επίλυση του κουρδικού προβλήματος και τον εκδημοκρατισμό πάνω από οποιαδήποτε ταξική πάλη έχουν υποστηρίξει άνευ όρων τη διαδικασία, εσωτερικεύοντας την ψευδαίσθηση ότι στοχεύει στην επίλυση του κουρδικού ζητήματος και στην ειρήνη. Παραδόξως, ακόμη και αριστερές παρατάξεις με σοσιαλσοβινιστικές τάσεις συγκλίνουν με αυτές τις ομάδες στην υποστήριξη της διαδικασίας. Η αριστερά, έχοντας ουσιαστικά διαλυθεί μέσα στο κουρδικό κίνημα, καταλήγει σε αυτό το συμπέρασμα έχοντας την ψευδαίσθηση ότι η διαδικασία θα λύσει το κουρδικό ζήτημα, ενώ οι σοσιαλσοβινιστές ελπίζουν ότι το κουρδικό κίνημα θα διαλυθεί. Πιστεύουν ότι με αυτόν τον τρόπο θα εξαλειφθεί το κύριο εμπόδιο για την προσέγγιση της εργατικής τάξης και των εργαζόμενων μαζών.

Και οι δύο προσανατολισμοί είναι προφανώς λανθασμένοι. Πάνω απ’ όλα, οι Τούρκοι σοσιαλιστές φέρουν διεθνιστική ευθύνη απέναντι στον καταπιεσμένο κουρδικό λαό. Ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε μυστικές ή ανοιχτές διαδικασίες διαπραγμάτευσης, τα κουρδικά δικαιώματα πρέπει να τα υπερασπίζονται άνευ όρων εντός του πλαισίου που έθεσε ο Λένιν: πλήρης εθνοτική και γλωσσική ισότητα. Ακόμα κι αν το κουρδικό κίνημα, για οποιονδήποτε λόγο ή ως αποτέλεσμα ορισμένων συμφωνιών, εγκαταλείψει τα νόμιμα αιτήματά του, οι Τούρκοι σοσιαλιστές πρέπει να αγκαλιάσουν και να υπερασπιστούν άνευ όρων τα αιτήματα των καταπιεσμένων Κούρδων εργατών, εργαζομένων και φτωχών αγροτών. Από την άλλη πλευρά, οι σοσιαλιστές μπορούν και πρέπει να έχουν τις δικές τους συνθήκες βασισμένες στα συμφέροντα των εργατών και των εργατών όλων των εθνών. Στο πλαίσιο ενός ανοιχτού πολέμου με επίκεντρο την αμερικανική και ισραηλινή επιθετικότητα στη Δυτική Ασία (Μέση Ανατολή), η συζήτηση εννοιών όπως η ειρήνη ή ο αφοπλισμός χωρίς να γίνεται λόγος για την ένταξη της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ και τη φιλοξενία ιμπεριαλιστικών/σιωνιστικών στρατιωτικών βάσεων όπως το Ιντζιρλίκ και το Κιουρετζίκ είναι είτε αφελής είτε μια συνειδητά οπορτουνιστική στάση.

Κανείς δεν μπορεί να ζητήσει ή να περιμένει άνευ όρων υποστήριξη από τους σοσιαλιστές, οι οποίοι δεν έχουν κανένα άλλο συμφέρον πέρα από αυτά της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων. Δεν μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνοι για την παρεμπόδιση ή την υπονόμευση της διαδικασίας. Εάν η διαδικασία, που ήδη κρέμεται από μια κλωστή, διαταραχθεί ή καταρρεύσει, αυτό θα οφείλεται σε συγκρούσεις και αντιπαλότητες μεταξύ της αποικιοκρατικής αστικής τάξης, του ιμπεριαλισμού και των ντόπιων συνεργατών τους. Δεν μπορεί να υπάρξει ρεαλιστικό ειρηνευτικό σχέδιο που να μην περιλαμβάνει την απομάκρυνση των ιμπεριαλιστικών βάσεων και στρατιωτών από την περιοχή μας, συμπεριλαμβανομένων των γενοκτονικών μηχανών θανάτου όπως το Σιωνιστικό Ισραήλ. Φυσικά, οι Τούρκοι σοσιαλιστές έχουν ως πρωταρχικό καθήκον να υπερασπιστούν τα δικαιώματα του κουρδικού λαού, δίνοντας παράλληλα προτεραιότητα στον αδιάλλακτο αγώνα για την αποχώρηση της Τουρκίας από το ΝΑΤΟ και το κλείσιμο των ιμπεριαλιστικών βάσεων. Φυσικά, ένας συνεπής διεθνισμός απαιτεί την ανάλογη κριτική στις θέσεις του κουρδικού κινήματος και την σαφή καταδίκη κάθε προσανατολισμού που γίνεται εργαλείο ιμπεριαλιστικών ή σιωνιστικών σχεδίων εις βάρος του κουρδικού λαού με το πρόσχημα της «ειρήνης», της «δημοκρατικής κοινωνίας» και ούτω καθεξής.

Πάνω απ’ όλα πρέπει να απορριφθεί η μυστική διπλωματία!

Η διαδικασία διεξάγεται εξ ολοκλήρου μέσω μυστικής διπλωματίας. Το κράτος, χρησιμοποιώντας τη ρητορική «Τουρκία χωρίς τρομοκρατία», μιλά για άνευ όρων διάλυση και αφοπλισμό του ΡΚΚ χωρίς καμία διαπραγμάτευση. Οι δηλώσεις του Οτσαλάν και οι αντιπροσωπείες του Κόμματος DEM που επισκέπτονται το Ιμραλί, όπου κρατείται ο Οτσαλάν, ευθυγραμμίζονται επίσης με αυτή την αφήγηση. Ακόμη και το ψήφισμα του Συνεδρίου του PKK δεν κάνει καμία αναφορά σε καμία διαπραγμάτευση ή διαπραγματευτική διαδικασία. Ωστόσο, επίσημες και ανεπίσημες αντιπροσωπείες μετακινούνται συνεχώς μεταξύ των κομμάτων. Είναι επίσης κοινό μυστικό ότι αυτή η κίνηση ξεκίνησε πολύ πριν ο Μπαχτσελί ξεκινήσει το άνοιγμα το [περασμένο] φθινόπωρο. Παρά ταύτα, η επίμονη άρνηση «οποιωνδήποτε διαπραγματεύσεων» έχει μόνο ένα νόημα: την απόκρυψη του περιεχομένου των συνομιλιών από τους Τούρκους και Κούρδους εργάτες. Τα αποτελέσματα της μυστικής διπλωματίας μάς παρουσιάζονται απότομα, σαν να είναι ανεξάρτητα από οποιαδήποτε διαπραγμάτευση. Για παράδειγμα, αν και δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του κουρδικού κινήματος, ο νέος κανονισμός για την υπό όρους αποφυλάκιση στο 10ο δικαστικό πακέτο που παρουσιάστηκε στο κοινοβούλιο φαίνεται σαφώς να αποτελεί μέρος μιας διαπραγμάτευσης ομηρίας. Ομοίως, είναι προφανές ότι βρίσκεται σε εξέλιξη μια διαπραγμάτευση για τους δημοτικούς επιτρόπους. Η μυστική διπλωματία δημιουργεί μια τόσο μυστικιστική αύρα που οι άνθρωποι αρχίζουν να περιμένουν δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις και νομικές αλλαγές ακόμη και ελλείψει οποιωνδήποτε υποσχέσεων από το κράτος. Ωστόσο, τέτοιες προσδοκίες είναι απατηλές και χρησιμεύουν μόνο στη δημιουργία αδράνειας μεταξύ των εργαζομένων.

Οποιοσδήποτε δρών τοποθετείται σε σχέση με αυτή τη διαδικασία, εάν λαμβάνει υπόψη τα συμφέροντα των Τούρκων και Κούρδων εργατών και των φτωχών, πρέπει πάνω απ’ όλα να απορρίψει τη μυστική διπλωματία. Όχι μόνο το κράτος αλλά και διάφορες συνιστώσες του κουρδικού κινήματος υποστηρίζουν ότι, επειδή οι συνθήκες είναι λεπτές και οι προηγούμενες πρωτοβουλίες υπονομεύτηκαν, η μυστική διπλωματία είναι απαραίτητη για να διασφαλιστεί μια υγιής διαδικασία και να αποφευχθεί η χειραγώγηση. Βλέπουμε ότι ορισμένες αριστερές/σοσιαλιστικές οργανώσεις θεωρούν επίσης τη μυστική διπλωματία φυσική και απαραίτητη και απέχουν από την κριτική της. Ωστόσο, η απόρριψη της μυστικής διπλωματίας αποτελεί ιστορική αρχή του σοσιαλιστικού κινήματος. Η μυστική διπλωματία δεν αποτελεί μέσο αποτροπής της χειραγώγησης μιας πολιτικής διαδικασίας. Αντιθέτως, αποτελεί το ίδιο το θεμέλιο για παράνομες και κακόβουλες παρεμβάσεις και χειρισμούς που πρέπει να αποκρύπτονται από τις μάζες επειδή είναι αντίθετες προς τα συμφέροντά τους.

Στόχος του ανοίγματος δεν είναι ούτε η επίλυση του κουρδικού ζητήματος ούτε ο εκδημοκρατισμός

Είναι σύνηθες να συνδέουμε την επίλυση του κουρδικού ζητήματος με τον εκδημοκρατισμό της Τουρκίας. Φυσικά, αν οι Κούρδοι πρόκειται να κλίνουν προς μια εθελοντική ένωση ως ισότιμος και ελεύθερος λαός, πρέπει να πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Αλλά ο στόχος και ο σκοπός της τρέχουσας διαδικασίας δεν είναι η επίλυση του κουρδικού ζητήματος. Ο Οτσαλάν, στην πρώτη του δήλωση, δήλωσε ότι το κουρδικό ζήτημα είχε σε μεγάλο βαθμό λυθεί, αναφέροντας αόριστες έννοιες όπως «το τέλος της άρνησης ταυτότητας και η πρόοδος στην ελευθερία της έκφρασης». Ωστόσο, κατά τη στιγμή αυτής της δήλωσης, που έγινε τον Φεβρουάριο του 2025, οι φυλακές ήταν γεμάτες με ανθρώπους που είχαν φυλακιστεί ακριβώς επειδή άσκησαν την ελευθερία της έκφρασης. Επιπλέον, μετά τη σύλληψη του Εκρέμ Ιμάμογλου, του κύριου αντιπάλου του Ερντογάν για την προεδρία και νυν δημάρχου της Κωνσταντινούπολης, στις 19 Μαρτίου, το δεσποτικό καθεστώς ενέτεινε περαιτέρω την καταστολή και οι φυλακές γέμισαν περισσότερο. Σε αυτήν ακριβώς την περίοδο, η αντιπροσωπεία του κόμματος DEM που συναντήθηκε με τον Ερντογάν περιέγραψε τη συνάντηση ως εξής:

«Εξαιρετικά θετικό, εποικοδομητικό, παραγωγικό και ελπιδοφόρο για το μέλλον… Από σήμερα, είμαστε πιο αισιόδοξοι από ό,τι ήμασταν χθες και είναι τιμή μας που το μοιραζόμαστε αυτό με το έθνος μας».

Κανείς δεν γνωρίζει τι συζητήθηκε ή ποιες υποσχέσεις έδωσαν στην αντιπροσωπεία τέτοια ελπίδα. Σαφώς, υπάρχει μια αντίφαση μεταξύ των καταπιεστικών ενεργειών του καθεστώτος και αυτών των ελπιδοφόρων δηλώσεων. Η «μυστική διπλωματία» χρησιμοποιείται για να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση ότι αυτές οι αντιφάσεις θα επιλυθούν με κάποιο τρόπο με την πάροδο του χρόνου υπέρ της δημοκρατίας και των ελευθεριών.

Είναι εξαιρετικά σημαντικό να θυμόμαστε πώς κατέρρευσε η προηγούμενη διαδικασία ανοίγματος το 2015. Η πλευρά του AKP κατηγόρησε τη δήλωση του Σελαχατίν Ντεμιρτάς, ο οποίος ήταν τότε αρχηγός του προκατόχου του Κόμματος DEM αλλά τώρα φυλακισμένος, ότι «δεν θα σε αφήσουμε να γίνεις πρόεδρος» για την κατάρρευση της διαδικασίας. Με την πάροδο του χρόνου, το κουρδικό κίνημα αποδέχτηκε σιωπηρά αυτή τη θέση και ξεκίνησαν συζητήσεις σχετικά με το εάν αυτή η δήλωση ήταν ένα τακτικό λάθος. Στην καρδιά του ζητήματος βρίσκεται το εξής ερώτημα: Θα πραγματοποιήσει το κουρδικό κίνημα το άνοιγμα με το τρέχον καθεστώς ή με μια μελλοντική κυβέρνηση; Εκείνη την εποχή, τα πρακτικά των συναντήσεων έδειχναν ότι ο Οτσαλάν είχε εκφράσει την προθυμία του να υποστηρίξει την προεδρία του Ερντογάν. Το «δεν θα σε αφήσουμε να γίνεις πρόεδρος» του Ντεμιρτάς σήμαινε ότι επέλεξε να διεξάγει την εναρκτήρια εκδήλωση με δυνάμεις που αντιτίθενται στο ΑΚΡ και είναι πιθανό να έρθουν στην εξουσία. Αυτή η στάση βρήκε απήχηση στη βάση του κουρδικού κινήματος και αποδείχθηκε ρεαλιστική, όπως φάνηκε στις εκλογές του Ιουνίου 2015, όταν το ΑΚΡ του Ερντογάν έχασε την κοινοβουλευτική του πλειοψηφία. Μετά τη δήλωση του Ντεμιρτάς, το ΑΚΡ ευθυγραμμίστηκε με παρατάξεις στον στρατό που συνδέονταν με εκείνους που οδηγήθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου στο πλαίσιο των δικών Εργκένεκον-Μπαλιόζ, οι οποίες κάποτε στόχευαν στην εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού και του στρατού από δυνάμεις εχθρικές προς τον Ερντογάν, και αυτή η προσέγγιση εδραιώθηκε σε μια πολιτική συμμαχία με το MHP. Το άνοιγμα έδωσε τη θέση του σε πόλεμο, και οι πρόωρες εκλογές της 1ης Νοεμβρίου επανέφεραν το ΑΚΡ σε μονοκομματική διακυβέρνηση, αλλάζοντας ριζικά την ισορροπία δυνάμεων. Μετά την απόπειρα πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 2016, το ημι-στρατιωτικό καθεστώς κατέπνιξε την πολιτική γραμμή που αντιπροσώπευε η δήλωση του Ντεμιρτάς.

Καθώς πλησίαζαν οι τοπικές εκλογές του 2024, ο Ντεμιρτάς έκανε αρκετές κινήσεις που υποδήλωναν ότι η νέα του στάση ευθυγραμμιζόταν περισσότερο με τον Οτσαλάν. Παρ’ όλα αυτά, η πολιτική θέση που εγκατέλειψε συνέχισε να διατηρείται από το DEM με το πρόσχημα της «αστικής συναίνεσης», η οποία κατέληξε να είναι μια ανεπίσημη συμμαχία μεταξύ του Κόμματος DEM και του CHP σε δημοτικό επίπεδο. Η εισαγωγή από τον Ντεμιρτάς της συζύγου του, Μπασάκ Ντεμιρτάς, ως ισχυρής υποψηφιότητας για την Κωνσταντινούπολη αντιπροσώπευε σαφώς μια απόκλιση από την «αστική συναίνεση», εκδηλώνοντας μια πολιτική γραμμή τρίτου δρόμου. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια των τοπικών εκλογών, κυριάρχησε η πολιτική της «αστικής συναίνεσης», με αποτέλεσμα το ΑΚΡ να βιώσει την πιο σημαντική εκλογική ήττα στην ιστορία του. Το CHP κατάφερε να καταλάβει μεγάλους μητροπολιτικούς δήμους και αναδείχθηκε ηγετικό κόμμα. Καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το Κόμμα DEM εξασφάλισε σημαντικές θέσεις σε διάφορους δήμους, κυρίως στο Εσενγιούρτ, καθώς και εντός του Μητροπολιτικού Δήμου της Κωνσταντινούπολης και άλλων δημοτικών συμβουλίων και οργανωτικών δομών. Από την οπτική γωνία του μετώπου του δεσποτικού καθεστώτος, το οποίο σαφώς εργάστηκε πάνω στην πρωτοβουλία ανοίγματος πολύ πριν από το 2024, η πολιτική της «αστικής συναίνεσης» εμφανίστηκε ως μια ενημερωμένη εκδοχή της προηγούμενης στάσης του «δεν θα σε αφήσουμε να γίνεις πρόεδρος».

Ένα καταπιεστικό και αυθαίρετο καθεστώς δεν είναι αντίθετο με τη διαδικασία ανοίγματος, είναι μέρος της και ολοκλήρωμά της.

Σίγουρα, υπάρχουν κάποιες διαφορές. Ο Ερντογάν είναι πλέον «ο πρόεδρος». Για τον Ερντογάν και το ΑΚΡ, αυτό το νέο καθεστώς εισήγαγε ευκαιρίες για διαφοροποίηση των στρατηγικών των συμμαχιών τους μέσω μιας φάσης χαλάρωσης ή ομαλοποίησης. Ωστόσο, ο Μπαχτσελί και μια πτέρυγα του ημιστρατιωτικού καθεστώτος έχουν εμποδίσει αυτές τις στρατηγικές με τις πρωτοβουλίες τους. Οι λειτουργίες και οι διορισμοί επιτρόπων στους δήμους που ελέγχονται από την αντιπολίτευση, από τον Δήμο Εσενγιούρτ έως τον Μητροπολιτικό Δήμο της Κωνσταντινούπολης, κατέστρεψαν συστηματικά τις γέφυρες που σχηματίστηκαν γύρω από την «αστική συναίνεση» του κόμματος CHP-DEM και τον άξονα χαλάρωσης/ομαλοποίησης ΑΚΡ-CHP. Παρά τις καταπιεστικές και αυθαίρετες μεθόδους που οπλίζουν τη δικαστική εξουσία και την αστυνομία, τόσο το CHP όσο και το κόμμα DEM διατήρησαν ξεχωριστές θέσεις «υποστήριξης». Για παράδειγμα, στις πρόσφατες δηλώσεις του, ο Ντεμιρτάς υιοθέτησε ρητά όρους όπως «ενίσχυση του εσωτερικού μετώπου» και «το επώνυμό μας είναι Τουρκία», ευθυγραμμιζόμενος με την πλήρη υποστήριξη του κυβερνώντος κόμματος, ενώ ταυτόχρονα απαιτούσε τον τερματισμό των αυθαίρετων πρακτικών. Σύμφωνα με τον Ντεμιρτάς, οι καταπιεστικές πρακτικές δεν εξυπηρετούν τον σκοπό της ενίσχυσης του εσωτερικού μετώπου ή της ενίσχυσης του αισθήματος δικαιοσύνης. Οι δηλώσεις του αποκαλύπτουν έμμεσα ότι η εκδημοκρατικοποίηση δεν είναι απαραίτητα αναπόσπαστη ή απαραίτητη στο πλαίσιο της τρέχουσας διαδικασίας. Η στάση «πλήρους υποστήριξης» του Ντεμιρτάς πηγάζει κυρίως από τις γεωπολιτικές εξελίξεις στη Δυτική Ασία και τις προσπάθειες για τον καθορισμό μιας κοινής εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής πορείας. Έγινε τόσο σαφές ότι μια πολιτική προσέγγιση βασισμένη σε συμμαχίες είχε αντικαταστήσει το προηγούμενο μοντέλο των «ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων» που ο Ντεμιρτάς ένιωσε την ανάγκη να συμπεριλάβει μια δήλωση αποποίησης ευθύνης στο τέλος της δήλωσής του, υποστηρίζοντας ότι κανένα από τα επιχειρήματά του δεν έχει σκοπό να εμποδίσει την ευγενική, δημοκρατική αντιπολίτευση στο εσωτερικό.

Έτσι, η επιδείνωση του αυταρχισμού δεν έρχεται σε αντίθεση με το «άνοιγμα» που ξεκίνησε ο Μπαχτσελί. Αντίθετα, είναι ένα απαραίτητο συστατικό και θα συνεχιστεί αναλόγως. Για παράδειγμα, στο πλαίσιο του 10ου πακέτου δικαστικής μεταρρύθμισης, συζητείται η απελευθέρωση μεγάλου αριθμού κρατουμένων που έχουν καταδικαστεί σε υποθέσεις που σχετίζονται με το PKK. Ταυτόχρονα, το ΑΚΡ προσπαθεί να συμπεριλάβει ρήτρες στο ίδιο πακέτο που απλοποιούν την αιτιολόγηση των συλλήψεων για συμμετοχή σε διαδηλώσεις, που αποτελούν ουσιαστικά μέρος της ελευθερίας της έκφρασης. Αυτή η αντίφαση είναι μάλλον συνεπής παρά ασυνήθιστη. Ομοίως, η πρόοδος του «ανοίγματος» θα μπορούσε να οδηγήσει σε καταστάσεις όπου κάποιος σαν τον Ιμάμογλου θα αντιμετώπιζε παρατεταμένη φυλάκιση αντί να αποφυλακιστεί υπό όρους. Ομοίως, τα μέλη του κουρδικού κινήματος που εκφράζουν σκεπτικισμό και κριτική ή εξερευνούν εναλλακτικές πολιτικές οδούς, είναι πολύ πιθανό να αντιμετωπίσουν καταπιεστικά μέτρα αντί να απολαύσουν πραγματική ελευθερία έκφρασης.

Μια παρόμοια δυναμική εκτυλίχθηκε μετά τις τοπικές εκλογές του 2019, όταν ο Ερντογάν, έχοντας χάσει την Κωνσταντινούπολη από τον Ιμάμογλου, προώθησε έννοιες όπως «ψύξη του πυρακτωμένου σίδερου» και «Τουρκική συμμαχία». Αυτή η καταδίωξη έληξε απότομα συμβολικά όταν ο Κεμάλ Κιλιντσντάρογλου, τότε ηγέτης του CHP, δέχθηκε σωματική επίθεση κατά τη διάρκεια στρατιωτικής κηδείας στο Τσουμπούκ της Άγκυρας. Στη συνέχεια, ο Ερντογάν απέφυγε να χρησιμοποιήσει τη ρητορική της «Τουρκικής συμμαχίας». Ο εθνικιστικός ζήλος, καθοδηγούμενος από το φασιστικό κόμμα, πυροδότησε περαιτέρω εντάσεις. Η συμβολική στιγμή της τρέχουσας εποχής ήταν το χαστούκι που δέχτηκε ο Οζγκιούρ Οζέλ, ο σημερινός ηγέτης του CHP, στην κηδεία τού βουλευτή τού κόμματος DEM και μέλους της επιτροπής διαπραγματεύσεων του Ιμραλί, Σιρί Σουρεγιά Οντέρ. Αυτή η επίθεση στόχευε σαφώς τον κομματικό άξονα CHP-DEM, που εκπροσωπείται μέσω της «αστικής συναίνεσης», η οποία είχε γίνει μια ουσιαστική εναλλακτική λύση στην κυβέρνηση μετά τις πρόσφατες τοπικές εκλογές. Παρά το έντονο εγκώμιο του δεσποτικού καθεστώτος για τον εκλιπόντα Οντέρ, ο ηγέτης του CHP Οζέλ αποκλείστηκε κατηγορηματικά από αυτή την εικόνα. Μια εβδομάδα αργότερα, ο Ερντογάν υπογράμμισε το μήνυμά του δηλώνοντας ότι «το CHP πρέπει να ομαλοποιηθεί» και συμβουλεύοντάς το να επιστρέψει στην εθνική ατζέντα. Μέχρι το CHP να εγκαταλείψει πλήρως την «αστική συναίνεση» και να εγκαταλείψει την υπόθεση Ιμάμογλου, ευθυγραμμιζόμενο πλήρως με το υπαγορευμένο πλαίσιο, θα παραμείνει υπό πίεση.

Μετά τις γενικές και τοπικές εκλογές του 2023 και του 2024, το MHP, του οποίου η κεντρική πολιτική θέση κλονίστηκε σημαντικά και η επιρροή του στην αστυνομία και τη δικαστική εξουσία είχε μειωθεί, φαίνεται να έχει ανακτήσει την πρωτοβουλία μέσω του «ανοίγματος» του Οτσαλάν. Στο πλαίσιο αυτής της πρωτοβουλίας, ο Μπαχτσελί απεικονίζεται τώρα ως δημοκρατικός ήρωας, με τους υποστηρικτές του να σχηματίζουν ουρές για να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους. Ωστόσο, μετά την επίθεση στον Οζέλ, που θα μπορούσε εύκολα να αποδειχθεί μοιραία, ο Μπαχτσελί έδειξε μια ξεκάθαρα εχθρική στάση αναφερόμενος αόριστα στον «αρχηγό ενός πολιτικού θεσμού που δέχθηκε σωματική επίθεση», χωρίς να κατονομάσει ευθέως τον Οζέλ, ακόμη και ενώ προσποιήθηκε τη συμπάθειά του. Αυτή η εχθρότητα αντικατοπτρίζει την πραγματική πολιτική θέση του Μπαχτσελί. Το CHP και ο Οζέλ δεν έχουν γίνει στόχοι λόγω της αντίθεσής τους στη διαδικασία που ξεκίνησε ο Μπαχτσελί. Μάλιστα, την έχουν υποστηρίξει σταθερά. Ο Ιμαμόγλου και το CHP έχουν διατηρήσει παρόμοιες θέσεις. Το CHP και η ηγεσία του στοχοποιούνται όχι επειδή αντιτίθενται στη διαδικασία, αλλά επειδή παρουσιάζονται ως πιθανοί εναλλακτικοί εταίροι για το κουρδικό κίνημα, αντί να αποτελούν το μέτωπο του δεσποτικού καθεστώτος. Επομένως, όσο το CHP δεν συμμορφώνεται με το αίτημα του Ερντογάν για «ομαλοποίηση», τα καταπιεστικά και αυθαίρετα μέτρα που χρησιμοποιούν τη δικαστική εξουσία, την αστυνομία και τον στρατό θα συνεχιστούν. Και πάλι, η πίεση του αυταρχισμού δεν είναι αντίθετη με την τρέχουσα διαδικασία, αλλά αναπόσπαστο μέρος της.

Η παγίδα ενός νέου Συντάγματος

Η παγίδα της διατήρησης ζωντανών των ονείρων του εκδημοκρατισμού μέσω των συζητήσεων για το «Νέο Σύνταγμα» βρίσκεται για άλλη μια φορά ενώπιόν μας. Φυσικά, η ατζέντα του «Νέου Συντάγματος» υποφέρει από σοβαρή κρίση αξιοπιστίας λόγω των καταπιεστικών και αυθαίρετων πρακτικών του δεσποτικού μετώπου που αγνοούν εντελώς το ισχύον σύνταγμα. Προκειμένου να ξεπεραστεί αυτό το πρόβλημα, το MHP υπέβαλε πρόταση για μια επιτροπή 100 μελών που θα αποτελείται από εκπροσώπους και των 16 πολιτικών κομμάτων του κοινοβουλίου. Ήταν φυσικό, και συνέβη όπως αναμενόταν, ότι αυτή η πρόταση αντιμετωπίστηκε με καχυποψία από τον Ερντογάν και την πτέρυγα του ΑΚΡ, η οποία θέλει να κρατήσει την πρωτοβουλία αποκλειστικά στα χέρια της. Από την άλλη πλευρά, είναι σαφές ότι η επιτροπή των 100 ατόμων δεν θα είναι τίποτα περισσότερο από μια μεταμφίεση που αποσκοπεί στη νομιμοποίηση της συζήτησης για το «Νέο Σύνταγμα» και ότι τελικά, η αριθμητική του κοινοβουλίου, και πολύ πιο σημαντικό, η επιρροή των ενόπλων δυνάμεων εντός του ημιστρατιωτικού καθεστώτος, θα είναι καθοριστική. Το να σκεφτόμαστε το αντίθετο θα ήταν αφελές. Ωστόσο, λόγω των εδραιωμένων ψευδαισθήσεων για την αστική δημοκρατία και της οφθαλμαπάτης τού «καθεστώτος ενός ανθρώπου» που καθοδηγείται απλώς από τις ιδιοτροπίες του Ερντογάν, οι θετικές αντιδράσεις που προέρχονται από ορισμένους σοσιαλιστές υποδηλώνουν ότι η μασκαράτα του MHP θα βρει πράγματι αγοραστές. Είναι προφανές ότι θα δούμε την έναρξη συζητήσεων ακόμη και στην αριστερά σχετικά με τη διαδικασία του «Νέου Συντάγματος» και θα ακούσουμε προτάσεις για εναλλακτικά συντάγματα. Ωστόσο, η σωστή πολιτική δεν είναι να συμμετάσχουμε στη συζήτηση για το «Νέο Σύνταγμα» από τα αριστερά, αλλά να αποκαλύψουμε τα ταξικά συμφέροντα πίσω από αυτή την ατζέντα και να απορρίψουμε εντελώς την επιβολή του «Νέου Συντάγματος» ως πολιτικής ατζέντας.

Η ιδέα ότι η ατζέντα του «Νέου Συντάγματος» επικεντρώνεται στην επανεκλογή του Ερντογάν για τρίτη θητεία και ότι όλα τα άλλα είναι υποδεέστερα αυτού του στόχου είναι εντελώς λανθασμένη. Το εντελώς αντίθετο. Η ατζέντα του «Νέου Συντάγματος» καθορίζεται από τα επεκτατικά συμφέροντα της αποικιοκρατικής αστικής τάξης και τις απαιτήσεις της διαδικασίας ανοίγματος που διεξάγεται σύμφωνα με αυτά τα συμφέροντα. Το Επαναστατικό Εργατικό Κόμμα το είχε ήδη προσδιορίσει ξεκάθαρα αυτό στο 7ο Συνέδριό του που πραγματοποιήθηκε το 2023:

«Η ουσιαστική στρατηγική κατεύθυνση στη συνταγματική συζήτηση έγκειται στα επεκτατικά συμφέροντα του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Αυτά τα συμφέροντα απαιτούν την υπέρβαση της πολιτικής ενσωμάτωσης στο ιμπεριαλιστικό παγκόσμιο σύστημα, παραμένοντας παράλληλα εντός των εθνικών συνόρων, μια πολιτική που συμβολίζεται από το σύνθημα της επίσημης ιδεολογίας «ειρήνη στο εσωτερικό, ειρήνη στον κόσμο». Αυτή η νέα τάση στην εξωτερική πολιτική έχει σταδιακά διαμορφωθεί μετά το πραξικόπημα της 12ης Σεπτεμβρίου [1980] και έχει εκδηλωθεί στις συζητήσεις για τη Δεύτερη Δημοκρατία. Στα χρόνια του ΑΚΡ, αυτή η συζήτηση διαφημιζόταν με την κωδική ονομασία «αστικό σύνταγμα». Αυτός ο προσανατολισμός απαιτεί τη διαμόρφωση του Συντάγματος με τρόπο που να επιτρέπει την επίσημη, όχι μόνο την de facto, επέκταση των εθνικών συνόρων της Τουρκίας.»

(Ψήφισμα του 7ου Συνεδρίου του DIP: Η αστική δημοκρατία καταρρέει! Εμπρός για την εργατική δημοκρατία!)

Είναι γνωστό ότι για να μπορέσει ο Ερντογάν να θέσει ξανά υποψηφιότητα για τρίτη θητεία, απαιτείται συνταγματική τροποποίηση. Αν δεν γίνει τέτοια τροποποίηση, η απόφαση για πρόωρες εκλογές πρέπει να εγκριθεί από τουλάχιστον 360 από τους 600 βουλευτές του κοινοβουλίου. Δεν είναι δυνατόν τα κόμματα της αντιπολίτευσης να συγκεντρώσουν 360 βουλευτές. Από την άλλη πλευρά, φαίνεται ότι το AKP και το MHP, τα οποία κατέχουν μαζί 320 έδρες, θα πρέπει να φέρουν το κόμμα DEM στο πλευρό τους με 56 βουλευτές. Σε ένα σενάριο χωρίς το Κόμμα DEM, η ομάδα Νέος Δρόμος (η κοινή ομάδα των κομμάτων Μέλλον, Δημοκρατίας και Προόδου και Ευτυχίας) έχει 26 βουλευτές, το Νέο Κόμμα Ευημερίας 4, το HÜDA-PAR 4 και το DSP 1 βουλευτή, φτάνοντας το σύνολο στους 355. Είναι ξεκάθαρο ότι ο Ερντογάν δεν τάσσεται υπέρ ενός πραγματικού σεναρίου πρόωρων εκλογών. Μια ψεύτικη φόρμουλα πρόωρων εκλογών, που θα διεξαχθεί κοντά στην τακτική ημερομηνία των εκλογών με μοναδικό σκοπό να επιτρέψει στον Ερντογάν να θέσει ξανά υποψηφιότητα, θα απαιτούσε την εξασφάλιση του απαραίτητου αριθμού βουλευτών και την παρακίνηση των κομμάτων που θα τους παρείχαν, κάτι που είναι δύσκολο. Επομένως, αυτή η επιλογή είναι επίσης εξαιρετικά επικίνδυνη. Αν λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι ο Μπαχτσελί έχει δηλώσει επανειλημμένα ότι η διεξαγωγή εκλογών στην ώρα τους αποτελεί συναίνεση εντός της κυβερνητικής συμμαχίας και ότι δεν υπήρξε καμία αντίρρηση σε αυτό από την πλευρά του ΑΚΡ, γίνεται φανερό ότι το κύριο σενάριο μπορεί να βασίζεται σε μια συνταγματική τροποποίηση που θα γίνει πριν από τις εκλογές.

Δεδομένης της τρέχουσας κοινοβουλευτικής αριθμητικής, είναι φανερό ότι η κυβερνητική συμμαχία και το Κόμμα (DEM) θα έφταναν εύκολα τις 360 ψήφους που απαιτούνται για ένα δημοψήφισμα για μια συνταγματική τροποποίηση παράλληλα με την εναρκτήρια διαδικασία. Εάν η ομάδα Νέος Δρόμος ενταχθεί, το ζήτημα θα μπορούσε ακόμη και να διευθετηθεί με πάνω από 400 ψήφους, εξαλείφοντας εντελώς την ανάγκη για δημοψήφισμα. Παρόλο που έχει συχνά αναφερθεί στο παρελθόν ότι ακόμη και αν βρεθούν 400 βουλευτές υπέρ ενός νέου συντάγματος, θα διεξαχθεί δημοψήφισμα, τώρα φαίνεται ότι, δεδομένων των κινδύνων αυτής της πορείας, το MHP προετοιμάζει μια εναλλακτική πλατφόρμα για να δώσει σε αυτή την κίνηση την απαιτούμενη νομιμότητα μέσω της πρότασής του για μια επιτροπή 100 μελών που θα αποτελείται από εκπροσώπους των 16 κομμάτων του κοινοβουλίου. Παρόλο που το MHP φαίνεται αποφασισμένο να διατηρήσει την πρωτοβουλία που έχει αναλάβει καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, είναι εξίσου σαφές ότι κανένα σενάριο στο οποίο δεν συναινούν ο Ερντογάν και το ΑΚΡ δεν μπορεί να γίνει πραγματικότητα. Από την άλλη πλευρά, εκτός από την επιλογή του «μεγάλου συνασπισμού AKP-CHP», ο Ερντογάν φαίνεται απίθανο να παρεκκλίνει από τους δρόμους που προσφέρει το MHP προκειμένου να διατηρήσει την εξουσία του. Ο «μεγάλος συνασπισμός ΑΚΡ-CHP» είναι το όνειρο της μεγάλης αστικής τάξης στην Τουρκία και μπορεί να προσφέρει στον Ερντογάν μια διέξοδο, αλλά ο Ερντογάν γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα ότι η υιοθέτηση αυτού του δρόμου απαιτεί περισσότερα από κοινοβουλευτική αριθμητική, και κυρίως την τελειοποίηση της εσωτερικής ισορροπίας μεταξύ των ένοπλων παρατάξεων εντός του ημιστρατιωτικού καθεστώτος. Επομένως, η ατζέντα του Νέου Συντάγματος δεν υπόκειται στην επανεκλογή του Ερντογάν· μάλλον, η συνέχιση της διακυβέρνησης του Ερντογάν υπόκειται στην ατζέντα του Νέου Συντάγματος. Έτσι, παρά τις αμφιβολίες του σχετικά με τη διαδικασία που ξεκίνησε ο Μπαχτσελί, και παρά τις πιέσεις που δέχεται προς την αντίθετη κατεύθυνση από κέντρα εντός του ημιστρατιωτικού καθεστώτος που αντιτίθενται σε αυτή τη διαδικασία, ο Ερντογάν προχωρά με σχετικό συντονισμό. Σε κάποιο στάδιο, η εμφάνιση ενός συγκεκριμένου κειμένου Νέου Συντάγματος στο κοινοβούλιο δεν θα εξαρτηθεί από την πορεία των συζητήσεων, αλλά από την πρακτική πρόοδο της διαδικασίας ανοίγματος, με κυριότερη την συγκεκριμένη κατάθεση των όπλων από το PKK.

Το μόνο συγκεκριμένο σχέδιο πρότασης κειμένου σχετικά με το Νέο Σύνταγμα, το οποίο παραμένει στην ημερήσια διάταξη σε διαφορετικό βαθμό εδώ και χρόνια (αν και δεν έχει δημοσιοποιηθεί), έχει καταρτιστεί από το MHP. Πρόσφατα, η συζήτηση για το Νέο Σύνταγμα έχει αναθερμανθεί μέσω μιας προκαταρκτικής συζήτησης γύρω από τα τέσσερα πρώτα άρθρα. Μετά την αρχική αναταραχή που προκλήθηκε από την κίνηση του Μπιναλί Γιλντιρίμ (κάποτε πρωθυπουργού του Ερντογάν πριν από τη μετάβαση από το κοινοβουλευτικό στο προεδρικό πολίτευμα) να ανοίξει τα πρώτα τέσσερα άρθρα προς συζήτηση, διαμορφώθηκε γενική συναίνεση ότι τα άρθρα αυτά θα παρέμεναν αμετάβλητα και μη τροποποιήσιμα. Ωστόσο, αυτή η συζήτηση είναι επίσης γεμάτη ψευδαισθήσεις. Διότι αυτό που έχει σημασία σε ένα σύνταγμα δεν είναι πώς είναι γραμμένο κάτι, αλλά ποιος χρησιμοποιεί ποιο άρθρο και για ποιο σκοπό. Αυτό ισχύει όχι μόνο για την κυβέρνηση αλλά και για τον λαό. Για παράδειγμα, το δικαίωμα συνδικαλισμού ή το δικαίωμα διεξαγωγής συναντήσεων και διαδηλώσεων, όπως κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τους εργαζόμενους, τους εργάτες και τους νέους ως πηγές νομιμοποίησης στους αγώνες τους για δικαιώματα. Η κυβέρνηση, ωστόσο, εστιάζει στις ρήτρες «εκτός από» των ίδιων άρθρων για να περιορίσει αυτά τα δικαιώματα. Αν η διαδικασία ανοίγματος που ξεκίνησε ο Μπαχτσελί συνδέεται με μια συνταγματική συζήτηση, τότε πρέπει να υπάρχουν πτυχές του ισχύοντος συντάγματος που υστερούν όσον αφορά τους στόχους και τους σκοπούς αυτής της διαδικασίας. Αυτή η έλλειψη, φυσικά, δεν είναι δημοκρατία!

Η Συμφωνία για το Δικαίωμα στην Ελπίδα και το Σύνταγμα του Ημιστρατιωτικού Καθεστώτος

Από τότε που ο Μπαχτσελί ξεκίνησε το άνοιγμα για τον Οτσαλάν, έχουμε συναντήσει συχνά δηλώσεις στο κουρδικό κίνημα και στην αριστερά που ξεκινούν με φράσεις όπως «ακόμα και το MHP» ή «ακόμα και τον Μπαχτσελί», παρουσιάζοντας την πρωτοβουλία MHP/Μπαχτσελί ως ένα είδος προθάλαμου στο πλαίσιο του εκδημοκρατισμού. Παράλληλα με τις ακραίες ερμηνείες που αποδίδουν την τεράστια μεταστροφή του Μπαχτσελί στον ρόλο του ως σοφού πολιτικού, υπάρχουν και πιο επιφυλακτικές προσεγγίσεις που υποδηλώνουν ότι οι συνθήκες και ο αγώνας του κουρδικού λαού επέβαλαν αυτόν τον μετασχηματισμό. Κανένα από τα δύο δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Ο Μπαχτσελί άρχισε να επαινεί τον Οτσαλάν ως πολιτικό ηγέτη, παρόλο που προηγουμένως πέταξε συμβολικά μια θηλιά κρεμάλας στο τέλος της ομιλίας του, ζητώντας την εκτέλεση του Οτσαλάν και έφτασε σχεδόν στο σημείο να προσκαλέσει το Κόμμα DEM στην κυβερνητική συμμαχία όταν συνήθιζε να εκδίδει τελεσίγραφα ζητώντας το κλείσιμο του HDP. Είναι απαραίτητο να εξηγηθεί γιατί, ενώ έκανε αυτές τις στροφές, ο Μπαχτσελί δεν έχει αλλάξει ούτε εκατοστό στη θέση του σχετικά με το Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο συνδέεται άμεσα με αυτές τις ατζέντες.

Είναι γνωστό ότι το MHP έχει βάλει στο στόχαστρο ρητά το Συνταγματικό Δικαστήριο για το ότι κωλυσιεργεί στην υπόθεση κλεισίματος του HDP και για τις αποφάσεις του σχετικά με την παραβίαση των δικαιωμάτων των Σελαχατίν Ντεμιρτάς, Οσμάν Καβαλά και Τζαν Αταλάι, οι οποίοι είναι όλοι φυλακισμένοι. Στο πλαίσιο των συζητήσεων για το νέο σύνταγμα, το MHP φέρνει στην ημερήσια διάταξη το καθεστώς του Συνταγματικού Δικαστηρίου με τη διατύπωση ότι «πρέπει είτε να κλείσει είτε να αναδιαρθρωθεί». Το πραγματικό επίκεντρο της συζήτησης, η οποία ξεκίνησε με την έντονη έκκληση να «κλείσει», είναι η κατάργηση του δικαιώματος ατομικής προσφυγής και ο περιορισμός του Συνταγματικού Δικαστηρίου στη λειτουργία του Ανώτατου Δικαστηρίου. Αν η τρέχουσα διαδικασία ανοίγματος λαμβάνει χώρα σε ένα πλαίσιο εκδημοκρατισμού, η προσπάθεια παρεμπόδισης της νομικής οδού που ανοίγεται με ατομικές προσφυγές στο Συνταγματικό Δικαστήριο σε αμέτρητες περιπτώσεις παραβίασης θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών θα αποτελούσε απόλυτη αντίφαση. Αλλά ούτε εδώ υπάρχει αντίφαση. Το πολιτικό περιεχόμενο της διαδικασίας έναρξης και η αρνητική στάση του MHP απέναντι στο Συνταγματικό Δικαστήριο είναι σε πλήρη ευθυγράμμιση. Αυτή η ευθυγράμμιση γίνεται σαφής αν λάβει κανείς υπόψη τον βασικό ρόλο του MHP και του Μπαχτσελί εντός του ημιστρατιωτικού καθεστώτος. Στα χρόνια που το ΑΚΡ ανήλθε στην μονοκομματική εξουσία με την έγκριση του στρατού μετά τη διαδικασία της 28ης Φεβρουαρίου 1997, όταν ο στρατός παρενέβη για να ανατρέψει την κυβέρνηση, το Συνταγματικό Δικαστήριο έγινε το σύμβολο της «στρατιωτικής κηδεμονίας» επί της πολιτικής. Το Δικαστήριο έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο να μπλοκάρει τις πολιτικές κινήσεις του ΑΚΡ που άγγιζαν ορισμένες από τις κόκκινες γραμμές του στρατού, χάρη στην εξουσία τού να επιβλέπει τη συμμόρφωση των νόμων, των προεδρικών διαταγμάτων και του κοινοβουλευτικού κανονισμού με το Σύνταγμα ως προς τη μορφή και την ουσία. Η «ατομική αίτηση», ωστόσο, είχε το αντίθετο αποτέλεσμα στην πράξη. Αυτή τη φορά, οι πολιτικές αποφάσεις που επιβλήθηκαν στη δικαστική εξουσία μέσω πιέσεων και οδηγιών από το ημιστρατιωτικό καθεστώς ανατρέπονταν από το Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο στο πλαίσιο της ατομικής προσφυγής είχε γίνει, στην πραγματικότητα, το τουρκικό παράρτημα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ), και εξέδωσε αποφάσεις με βάση την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και τη νομολογία του ΕΔΑΔ.

Η εντυπωσιακή πρόταση του Μπαχτσελί στην ομιλία του, όπου ξεκίνησε την πρόσφατη διαδικασία ανοίγματος, να έρθει ο Οτσαλάν στο κοινοβούλιο και να μιλήσει στην ομάδα του κόμματος DEM, είναι γνωστή. Αυτή η πρόταση κατέστησε αμέσως τον Μπαχτσελί τον κύριο παράγοντα της διαδικασίας και τον κύριο ομόλογο του Οτσαλάν, αναγνωρισμένο από το κουρδικό κίνημα ως ο κύριος διαπραγματευτής. Το «δικαίωμα στην ελπίδα» στο οποίο αναφέρθηκε ο Μπαχτσελί σε εκείνη την ομιλία έχει επίσης κρίσιμη σημασία εδώ. Ο Μπαχτσελί είπε πρακτικά ότι κρατούσε το κλειδί για το δικαίωμα στην ελπίδα για τον Οτσαλάν. Η κύρια βάση του ισχυρισμού του Μπαχτσελί ότι κρατάει το κλειδί έγκειται στη στενή σχέση του ίδιου και του κόμματός του με την πτέρυγα του ημιστρατιωτικού καθεστώτος που αναμένεται να αντιδράσει σε ένα πιθανό άνοιγμα. Λόγω αυτής της σχέσης, ήρθε στο προσκήνιο η ιδέα ότι «αν πρόκειται να υπάρξει ένα άνοιγμα, μπορεί να συμβεί μόνο μέσω του Μπαχτσελί». Αυτή η ιδέα εκφράστηκε επίσης σαφώς πριν από χρόνια από τον Σιρί Σουρέιγια Οντέρ. Ωστόσο, το κλειδί δεν βρίσκεται μόνο στα χέρια του Μπαχτσελί. Εφόσον ο Αμπντουλάχ Οτσαλάν συμπλήρωσε 25 χρόνια φυλάκισης στις 15 Φεβρουαρίου 2024, το δικαίωμα στην ελπίδα έχει ήδη προκύψει βάσει της νομολογίας της ΕΣΔΑ και του ΕΔΔΑ. Οι δικηγόροι του Οτσαλάν έχουν υποβάλει αίτηση στο Συνταγματικό Δικαστήριο για την αναγνώριση αυτού του δικαιώματος. Η απόφαση που θα εκδώσει το Δικαστήριο σε απάντηση σε αυτήν την ατομική αίτηση είναι λίγο πολύ προβλέψιμη και, υπό κανονικές συνθήκες, πρέπει να είναι υπέρ της παραχώρησης στον Οτσαλάν του δικαιώματος στην ελπίδα. Πράγματι, τον Φεβρουάριο του 2024, ο καθηγητής Ιζέτ Οζγκέντς, ακαδημαϊκός ποινικού δικαίου που έπαιξε ρόλο στη σύνταξη του τουρκικού ποινικού κώδικα και είναι γνωστός για την εγγύτητά του με τον Ερντογάν παρά τις αντιπολιτευτικές του δηλώσεις, εξέδωσε προειδοποιήσεις προς αυτήν την κατεύθυνση και τόνισε ότι επειδή οι απαραίτητες νομικές ρυθμίσεις δεν θεσπίστηκαν εγκαίρως, το δικαίωμα του Οτσαλάν στην ελπίδα είχε ουσιαστικά γίνει θέμα πολιτικής διαπραγμάτευσης.

Τώρα το ζήτημα αφορά τη διαπραγματευτική ισχύ. Ας φανταστούμε για μια στιγμή ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο παραχωρεί στον Οτσαλάν το δικαίωμα στην ελπίδα. Σε αυτή την περίπτωση, είναι σαφές ότι για το κουρδικό κίνημα, θα άνοιγε ένα εναλλακτικό κανάλι έξω από τη μεσολάβηση και την επιρροή του Μπαχτσελί. Αυτό θα μείωνε τη διαπραγματευτική ισχύ του Μπαχτσελί, θα αποδυνάμωνε τον βασικό του ρόλο και θα τον έκανε να χάσει την πρωτοβουλία που κατέχει με μεγάλη δυσκολία εντός του ημιστρατιωτικού καθεστώτος. Για παράδειγμα, αν το κουρδικό κίνημα είχε στα χέρια του μια τέτοια απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, θα είχε κάλλιστα την ευκαιρία να πει: «Πρώτα άρση των διορισμών των επιτρόπων» ή «εφαρμογή του δικαιώματος στην ελπίδα». Αυτό δεν ισχύει τώρα, επειδή το MHP/Μπαχτσελί και μια πτέρυγα του ημιστρατιωτικού καθεστώτος έχουν καταστήσει το Συνταγματικό Δικαστήριο παθητικό μέσω του Ακυρωτικού Δικαστηρίου, το οποίο έχουν θέσει υπό την επιρροή τους. Η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου σχετικά με την παραβίαση των δικαιωμάτων του Τζαν Αταλάι, ο οποίος είναι φυλακισμένος στη δίκη του Γκεζί, δεν εφαρμόζεται «στην πράξη» υπό τις συνθήκες του ημιστρατιωτικού καθεστώτος. Με αυτόν τον τρόπο, ο Μπαχτσελί, βασιζόμενος στο ημιστρατιωτικό καθεστώς, παρουσιάζεται ως η μόνη ρεαλιστική εναλλακτική λύση για τη διεξαγωγή της διαδικασίας που περιλαμβάνει τον Οτσαλάν να επωφελείται από το δικαίωμα στην ελπίδα. Ωστόσο, αυτή η θέση εξακολουθεί να είναι «de facto». Το γεγονός ότι η βασική θέση του Μπαχτσελί είναι de facto, δηλ. δεν είναι εγγυημένη, αποτελεί εκδήλωση της «de facto» φύσης του ίδιου του ημιστρατιωτικού καθεστώτος. Για να επισημοποιηθεί αυτή η de facto κατάσταση, η λειτουργία ατομικής προσφυγής του Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο λειτουργεί ως ένα είδος μηχανισμού κηδεμονίας της ΕΕ επί του ημιστρατιωτικού καθεστώτος, πρέπει να καταργηθεί στο νέο σύνταγμα. Ο Μεχμέτ Ουτσούμ, ένας από τους βασικούς εκπροσώπους του ημιστρατιωτικού καθεστώτος και σύμβουλος του Ερντογάν, έχει οδηγήσει αυτήν την τάση στο λογικό της συμπέρασμα και υποστηρίζει την κατάργηση του Άρθρου 90 του Συντάγματος, το οποίο καθιστά τις διεθνείς συνθήκες νομικά δεσμευτικές υπεράνω των νόμων και του ίδιου του Συντάγματος.

Μακριά από ‘μάς, η προσδοκία δημοκρατίας από ένα ιμπεριαλιστικό κέντρο όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση. Ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο στόχος είναι η εξάλειψη της εξουσίας του Συνταγματικού Δικαστηρίου, η οποία θεμελιώνεται στην ΕΣΔΑ και στη νομολογία του ΕΔΔΑ, να αποτρέπει την αυθαίρετη παραβίαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Είναι σαφές ότι αυτό αντιβαίνει στα συμφέροντα των εργαζομένων. Το Συνταγματικό Δικαστήριο όχι μόνο εκδίδει αποφάσεις για τον Ντεμιρτάς, τον Καβαλά ή τον Αταλάι, αλλά έχει επίσης αποφανθεί κατά των απαγορεύσεων απεργίας, υποδεικνύοντας ότι η τρέχουσα θέση του λειτουργεί ως ένα είδος αποκτήματος και για την εργατική τάξη. Αυτό το απόκτημα δεν προήλθε από την λεγόμενη δημοκρατική ευαισθησία του ευρωπαϊκού ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου. Χτίστηκε με το αίμα και τις θυσίες της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης. Ήταν η Σοβιετική Ένωση, μέσω του φόβου του σοσιαλισμού τον 20ό αιώνα, που ανάγκασε το ευρωπαϊκό ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο να κάνει ένα βήμα πίσω. Επομένως, στο πλαίσιο του Συνταγματικού Δικαστηρίου, είναι σαφές ότι ο άξονας Μπαχτσελί-Ουτσούμ αντιπροσωπεύει μια εντελώς αντιδραστική εναλλακτική λύση. Είναι επίσης σαφές ότι η διαδικασία ανοίγματος, αντί να εκδημοκρατίζει, έχει ενσωματωθεί στον στόχο της ενίσχυσης και της συνταγματικής κατοχύρωσης του ημιστρατιωτικού καθεστώτος.

Χύνουν το αίμα των Κούρδων ενώ τους επαινούν, χύνουν το αίμα των Μουσουλμάνων λέγοντας «Αλλάχ»…

Οι συνταγματικές συζητήσεις επικεντρώνονται επίσης σε μεγάλο βαθμό στον ορισμό της ιθαγένειας. Η συνταγματική αναγνώριση της κουρδικής ταυτότητας βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη ως σημαντικό θέμα. Αν το ζήτημα ήταν να τερματιστεί η άρνηση της κουρδικής ταυτότητας και να απαντηθεί το αίτημα του κουρδικού λαού για ισότητα, θα υπήρχαν αμέτρητα βήματα που θα μπορούσαν να γίνουν ακόμη και χωρίς καμία συνταγματική τροποποίηση ή χωρίς να αναφέρεται η λέξη «Κούρδος» στο Σύνταγμα. Όχι μόνο δεν βλέπουμε να γίνονται τέτοια βήματα, αλλά γινόμαστε επίσης μάρτυρες της αντιστροφής των βημάτων που είχαν γίνει στο παρελθόν σχετικά με τη δημόσια χρήση της κουρδικής γλώσσας. Για παράδειγμα, όταν η βουλευτής του κόμματος DEM, Γκιουλιστάν Κοτσιγίτ, χρησιμοποίησε τη φράση “Cejna zimanê kurdî pîroz be” («Ευτυχισμένη Ημέρα Κουρδικής Γλώσσας») από το βήμα του κοινοβουλίου, το μικρόφωνό της το έκλεισε ο αντιπρόεδρος του MHP. Προς το παρόν, ο καθένας μένει εκεί που ήταν. Αλλά το ζήτημα είναι το εξής: τα συμφέροντα της αποικιοκρατικής αστικής τάξης απαιτούν τη συνταγματική αναγνώριση της κουρδικής ταυτότητας. Αυτή η αναγκαιότητα πηγάζει από την προοπτική της επέκτασης μέσω της προστασίας των Κούρδων πέρα από τα σύνορα. Ο τουρκικός εθνικισμός σε άρνηση που έχει τις ρίζες του στην αφήγηση του «kart kurt» (ένας εθνικιστικός μύθος που αρνείται τις ιστορικές ρίζες του κουρδικού λαού, ισχυριζόμενος ότι το όνομα «Κούρδος» είναι μια σχετικά πρόσφατη εφεύρεση που προέρχεται από τον ήχο του περπατήματος στο χιόνι) έρχεται τώρα σε αντίθεση με τα συμφέροντα της τουρκικής αποικιοκρατικής αστικής τάξης. Από την άλλη πλευρά, η ιδέα της αντικατάστασης του όρου «Τούρκος» με τον όρο «πολίτης της Τουρκίας» (Türkiyeli) έχει σταδιακά εγκαταλειφθεί με την πάροδο των ετών λόγω της εκτεταμένης αντίστασης και αντιδράσεων. Η τρέχουσα εκδοχή του σχεδίου της Δεύτερης Δημοκρατίας από την εποχή τού Οζάλ αναζητά έναν επαναπροσδιορισμό της τουρκικής ταυτότητας που να περιλαμβάνει και τους Κούρδους.

Αυτός ο επαναπροσδιορισμός μπορεί κάλλιστα να γίνει με την προσθήκη μιας έκφρασης στο προοίμιο του νέου Συντάγματος, χωρίς να αλλάξει ο υφιστάμενος ορισμός της ιθαγένειας. Ένα παράδειγμα: «Η ταυτότητα του τουρκικού έθνους, που χτίστηκε και αναβιώθηκε σε μεγάλο βαθμό μέσω της τουρκοκουρδικής αδελφότητας, αξίζει να αποτελέσει σύμβολο δημοκρατικής αξιοπρέπειας, τιμής και ελευθερίας στον νέο αιώνα». Αυτό το απόσπασμα προέρχεται από το μήνυμα του Ντεβλέτ Μπαχτσελί για την Πρωτοχρονιά του 2025. Μια προσεκτική ανάγνωση του ίδιου μηνύματος αποκαλύπτει επίσης μια έντονη έμφαση σε μια θρησκευτική σουνιτική ισλαμική ενότητα. Πράγματι, γνωρίζουμε ότι στην προηγούμενη συνταγματική πρόταση του MHP, το προοίμιο περιελάβανε την έκφραση «Εμείς, το Τουρκικό Έθνος, που δημιουργηθήκαμε με τη χάρη του Αλλάχ, με το πνεύμα της αδελφοσύνης και με την αγάπη για την πατρίδα». Οι επεκτατικές φιλοδοξίες της αποικιοκρατικής αστικής τάξης απαιτούν επίσης μια ισχυρή σουνιτική ισλαμική αναφορά προκειμένου να δικαιολογηθεί η προστασία των Κούρδων πέρα από τα σύνορα. Όπως ακριβώς ο εθνικισμός του «kart kurt» θεωρείται πλέον εμπόδιο, έτσι θεωρείται και η «εκκοσμίκευση» που βασίζεται στην αρχή του διαχωρισμού της θρησκείας από το κράτος. Βλέπουν τη θρησκεία ως την κόλλα για μια τουρκοκουρδική συμμαχία. Η εκκοσμίκευση εμποδίζει αυτή την κόλλα να κρατήσει. Αλλά πρέπει επίσης να πούμε το εξής: η αποικιοκρατική αστική τάξη μπορεί να παραιτείται από την άρνηση της κουρδικής ταυτότητας, αλλά δεν παραιτείται από την ανωτερότητα των Τούρκων έναντι των Κούρδων. Η σουνιτική ισλαμική αδελφότητα, στο πνευματικό και πολιτικό της υπόβαθρο, δεν σημαίνει ισότητα και αδελφοσύνη των λαών. Αντίθετα, διακηρύσσει την ανωτερότητα της φυλής που κατέχει το δικαίωμα του χαλιφάτου έναντι της υπόλοιπης ούμμα.

Το εμπόδιο του κοσμικού χαρακτήρα πρέπει επίσης να ξεπεραστεί με έναν νέο ορισμό του κοσμικού χαρακτήρα που θα επιτρέπει στη θρησκεία να διαπερνά πλήρως τις εσωτερικές και εξωτερικές πολιτικές του κράτους. Επομένως, την επόμενη περίοδο, θα δούμε και την έννοια του κοσμικού χαρακτήρα να αρχίζει να συζητείται δημόσια. Όσοι υπερασπίζονται τον κεμαλικό αστικό κοσμικό χαρακτήρα θα παρουσιαστούν ως αιρετικοί που αντιτίθενται στην συμπερίληψη της λέξης «Αλλάχ» στο Σύνταγμα. Τα επεκτατικά συμφέροντα της αποικιοκρατικής αστικής τάξης θα κρυφτούν πίσω από το πέπλο της θρησκείας και η συναίνεση και η υποστήριξη θα αποσπαστούν από τις εργαζόμενες μάζες για μια συνταγματική κίνηση που είναι ταξικά αντιδραστική.

Πώς θα γίνει το Νέο Σύνταγμα όπλο στα χέρια της αποικιοκρατικής αστικής τάξης;

Ποια συγκεκριμένη σχέση μπορεί να έχει η έναρξη της διαδικασίας δημιουργίας ενός νέου συντάγματος με τα επεκτατικά συμφέροντα της αποικιοκρατικής αστικής τάξης; Με άλλα λόγια, πώς μπορεί ένα συνταγματικό άρθρο να προσφέρει ένα πολιτικό και διπλωματικό όπλο στην αποικιοκρατική αστική τάξη; Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα μπορεί να βρίσκονται στο δημοψήφισμα ανεξαρτησίας που διεξήγαγε η κυβέρνηση Μπαρζανί στις 25 Σεπτεμβρίου 2017. Σε αυτό το δημοψήφισμα, ο κουρδικός λαός ψήφισε σε ποσοστό 93% υπέρ της ανεξαρτησίας, αλλά η κεντρική κυβέρνηση του Ιράκ, με την υποστήριξη της Τουρκίας και του Ιράν και την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών, πραγματοποίησε στρατιωτική επέμβαση, αναβάλλοντας την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας. Στα έξι χρόνια που έχουν περάσει από τότε, οι συνθήκες και οι ευθυγραμμίσεις έχουν αλλάξει. Η δήλωση στο ψήφισμα του 12ου Συνεδρίου του PKK, η οποία αναφέρει «Οι πρόσφατες εξελίξεις στη Μέση Ανατολή ως μέρος του Τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου καθιστούν αναπόφευκτη την αναδιοργάνωση των τουρκοκουρδικών σχέσεων», υποδεικνύει αυτές τις μεταβαλλόμενες συνθήκες και ευθυγραμμίσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, σε περίπτωση που η Περιφερειακή Κυβέρνηση του Κουρδιστάν κηρύξει ανεξαρτησία βάσει αυτού του δημοψηφίσματος, η πιθανή αντίδραση από την κεντρική ιρακινή κυβέρνηση και το Ιράν θα είναι και πάλι η αντίθεση. Ωστόσο, μια νέα Τουρκία που έχει επαναπροσδιορίσει την τουρκική ταυτότητα στο σύνταγμά της ώστε να συμπεριλάβει την κουρδική ταυτότητα μπορεί να παρέμβει προς την αντίθετη κατεύθυνση, όχι μόνο ως προστάτης της τουρκμενικής μειονότητας στην περιοχή, αλλά τώρα και ως ο νόμιμος φύλακας της κουρδικής πλειοψηφίας. Και τι γίνεται με τη Συνθήκη της Λοζάνης, η οποία καθόρισε τα σύνορα μεταξύ Τουρκίας και Ιράκ; Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος για τον οποίο η Λοζάνη έχει μετατραπεί σε θέμα συζήτησης από την κυβέρνηση, χρόνια πριν από τις αναφορές στο συνέδριο του PKK στο Σύνταγμα του 1924 και στη Λοζάνη! Βρισκόμαστε τώρα αντιμέτωποι με έναν μηχανισμό μέσω του οποίου η ενσωμάτωση των Κούρδων στην Τουρκία, μια Τουρκία που έχει συνταγματικά αναγνωρισμένη κουρδική ταυτότητα, μπορεί να προστεθεί στην απόφαση ανεξαρτησίας των Ιρακινών Κούρδων. Φυσικά, με την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ηνωμένου Βασιλείου, οι οποίοι σίγουρα θα καλωσορίσουν μια τέτοια εξέλιξη εναντίον του Ιράν και της επιρροής του στο Ιράκ, και με την έγκριση και του Ισραήλ!

Το αν τα πράγματα θα εξελιχθούν προς αυτήν την κατεύθυνση ή όχι θα φανεί εν καιρώ. Οι συνθήκες και οι ευθυγραμμίσεις αλλάζουν και τίποτα δεν έχει κριθεί. Όλα μπορούν και πιθανότατα θα αλλάξουν ξανά. Αλλά αυτό που δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε είναι ότι ολόκληρη η διαδικασία που διανύουμε χαρακτηρίζεται από τα επεκτατικά συμφέροντα της αποικιοκρατικής αστικής τάξης. Επομένως, όπως ακριβώς το «άνοιγμα» δεν απαιτεί εκδημοκρατισμό, έτσι και τα βήματα προς την αναγνώριση της κουρδικής ταυτότητας δεν εξυπηρετούν απαραίτητα την τουρκοκουρδική ισότητα. Αντιθέτως, η αναφορά της λέξης «Κούρδος» στο Σύνταγμα δεν θα εμποδίσει την αποικιοκρατική αστική τάξη να υποστηρίξει για άλλη μια φορά τις πιο αιματηρές μεθόδους υποδούλωσης των Κούρδων, σε περίπτωση που τα συμφέροντά της το απαιτήσουν. Το γράψιμο της φράσης «με τη χάρη του Αλλάχ» στο Σύνταγμα δεν θα εμποδίσει επίσης όσους θα ξεκινήσουν επεκτατικές περιπέτειες στη Δυτική Ασία βάσει αυτού του Συντάγματος να χύνουν μουσουλμανικό αίμα χέρι-χέρι με Χριστιανούς ιμπεριαλιστές και Εβραίους Σιωνιστές. Μην ξεχνάτε ποτέ! Οι αμετάκλητες διατάξεις του Συντάγματος ορίζουν ότι η Τουρκία είναι ένα «δημοκρατικό, κοσμικό, κοινωνικό κράτος που διέπεται από το κράτος δικαίου»! Φυσικά, υποστηρίζουμε την πλήρη ισότητα Τούρκων και Κούρδων, της τουρκικής και της κουρδικής γλώσσας, αλλά είμαστε εντελώς αντίθετοι σε όλες τις προθέσεις και πρωτοβουλίες που θα οδηγούσαν στην αδελφοκτονία λαών.

Αλεβίτικο αίμα στο Άνοιγμα

Η ιδέα της αδελφοσύνης και της ισότητας των τουρκικών και κουρδικών λαών, η οποία βασίζεται στην έννοια της ισότητας και της αδελφοσύνης όλων των λαών και βρίσκει την πιο συνεπή έκφρασή της στον διεθνισμό, διαθέτει υψηλή ηθική δύναμη και νομιμότητα. Οι αγώνες που διεξάγονται προς αυτήν την κατεύθυνση είναι επίσης θεμιτοί. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, αυτός ο δίκαιος σκοπός μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να καμουφλαριστούν κακόβουλες πρωτοβουλίες, όπως ακριβώς ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός υπερασπίζεται τις πιο αιματηρές του πράξεις στο όνομα της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Επομένως, πρέπει να είμαστε εξαιρετικά προσεκτικοί. Όταν προειδοποιούμε για μια σχεδιαζόμενη τουρκοκουρδική συμμαχία υπό ιμπεριαλιστική προστασία που αποσκοπεί στην κήρυξη πολέμου εναντίον άλλων λαών, δεν κάνουμε απλώς προβλέψεις για το μέλλον. Αυτό που συνέβη στη Συρία χρησιμεύει ως ένδειξη, ακόμη και ως πρότυπο, για τις κινήσεις που σχεδιάζει να κάνει η τουρκική αστική τάξη προς τη Μοσούλη και το Κιρκούκ. Σε μια εποχή που γίνεται λόγος για τον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο και η Δυτική Ασία φλέγεται από πολέμους, είναι, για να το θέσουμε ήπια, αφελές να πιστεύουμε ότι οποιοσδήποτε ένοπλος σχηματισμός, επίσημος ή ανεπίσημος, θα αφοπλιστεί μέσω διπλωματικών διαδικασιών.

Δεν πρέπει να συγχέουμε σενάρια, που έχουν σχεδιαστεί για να κατευνάσουν και να πείσουν το κοινό, με την πραγματικότητα. Το κύριο ζήτημα στην τρέχουσα διαδικασία δεν είναι ο αφοπλισμός αλλά η ανακατεύθυνση των βαρελιών. Όταν αξιολογούνται από αυτήν την οπτική γωνία, οι συχνές αναφορές στον αφοπλισμό του YPG, παράλληλα με το PKK, στη Συρία είναι επίσης μη ρεαλιστικές, ειδικά δεδομένου ότι το YPG είναι μια δύναμη που υποστηρίζεται, προστατεύεται και εξοπλίζεται από τις Ηνωμένες Πολιτείες και στην οποία βασίζεται η επιτυχία της διαδικασίας. Δεν φαίνεται ότι αυτό το ζήτημα μπορεί να επιλυθεί μέσω του αφοπλισμού του YPG στη Συρία. Η συμφωνία που συνήφθη μεταξύ του HTS και των SDF υπό την επίβλεψη αμερικανικών ελικοπτέρων και στρατιωτών, και η οποία έγινε δεκτή από την Τουρκία, δεν ορίζει μια διαδικασία αφοπλισμού αλλά μια διαδικασία ολοκλήρωσης. Υπό αυτήν την έννοια, τα όπλα δεν έχουν κατατεθεί στη Συρία. Αντίθετα, τα βαρέλια έχουν ανακατευθυνθεί προς το Ιράν και τους συμμάχους του. Ο χρόνος αυτής της συμφωνίας είναι επίσης εξαιρετικά κρίσιμος. Σε μια στιγμή που το HTS και οι συνδεδεμένες με αυτό συμμορίες ενεπλάκησαν σε σφαγές Αλεβιτών, ένα αμερικανικό ελικόπτερο παρέλαβε τον Μαζλούμ Αμπντί και τον μετέφερε στη Δαμασκό. Η συμφωνία που επιτεύχθηκε μεταξύ του Μαζλούμ Άμπντι και του Άχμαντ αλ-Σαράα δεν παρείχε πρακτική λύση σε κανένα πρόβλημα. Ωστόσο, το Άρθρο 6 της συμφωνίας όριζε τη σφαγή των Αλεβιτών από σεκταριστικές συμμορίες τακφίρι ως «μάχη ενάντια στα υπολείμματα του καθεστώτος και στα στοιχεία που απειλούν την ασφάλεια και την ενότητα της χώρας» και επισημοποιούσε τη δέσμευση των SDF να υποστηρίξουν τη Δαμασκό σε αυτόν τον λεγόμενο αγώνα. Στην πράξη, λοιπόν, η συμφωνία χρησίμευσε μόνο για να επιλύσει την κρίση νομιμότητας που αντιμετώπισαν ο αλ-Σαράα και το HTS στα μάτια της ιμπεριαλιστικής Δύσης λόγω της σφαγής των Αλεβιτών. Επομένως, όταν εξετάζουμε τη διαδικασία μέσα από το συριακό παράδειγμα, δεν στηρίζεται, αντίθετα με ό,τι υποστηρίζεται, σε μια ηθικά ισχυρή και νόμιμη βάση όπως η αδελφοσύνη των λαών. Αντιθέτως, φέρει το αίμα και την κηλίδα ενός εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας, της συστηματικής συγκάλυψης της σφαγής των Αλεβιτών από το HTS στη δυτική Συρία.

Αμερικανική Απαγόρευση στη Διαδικασία: Το Σχέδιο Mattis και ο Διάδρομος του ΝΑΤΟ

Ο κύριος παράγοντας της διαδικασίας, ο Ντεβλέτ Μπαχτσελί, έχει επιδείξει μια αξιοσημείωτα χαλαρή και ευέλικτη στάση σχετικά με το καθεστώς του PYD/YPG στη Συρία. Σε μία από τις δηλώσεις του, ο Μπαχτσελί είπε: «Το εάν και πώς οι πιθανές μεταφορές και μεταβάσεις από το διαλυμένο PKK στο PYD/YPG θα παρακολουθούνται και θα συντονίζονται με ταυτόχρονο και συγχρονισμένο τρόπο… θα πρέπει να εξεταστεί ξεχωριστά». Παράλληλα με άλλα ζητήματα που αντιμετωπίστηκαν σαν να επρόκειτο να επιλυθούν με την πάροδο του χρόνου, αυτή η δήλωση αποκαλύπτει ότι μια προϋπόθεση που είχε δηλωθεί εδώ και καιρό ως κόκκινη γραμμή από το κράτος εγκαταλείπεται. Ιδιαίτερα μεταξύ των εθνικιστικών κύκλων που ασκούσαν κριτική στη διαδικασία, υπήρχαν εκείνοι που σχολίασαν αυτή τη δήλωση και την επέκριναν ως παράξενη. Κάποιοι δεν του έδωσαν ιδιαίτερη προσοχή ή το ερμήνευσαν ως ένδειξη της ειλικρίνειας του Μπαχτσελί κατά την διαδικασία του ανοίγματος. Για εμάς, ωστόσο, αυτή η δήλωση δεν είναι ούτε παράξενη ούτε ειλικρινής…

Έχουμε εδώ και καιρό τονίσει ότι οι ΗΠΑ αναπτύσσουν σενάρια βασισμένα στην αντίφαση μεταξύ του PKK και του PYD, σενάρια που στοχεύουν στην εξάλειψη του PKK και στην ανάδειξη του PYD, το οποίο βρίσκεται πλήρως υπό την προστασία των ΗΠΑ. Αυτό το σενάριο, το οποίο αναφέρεται ως Σχέδιο Μάτις, αποκαλύφθηκε δημόσια από τον τότε Υπουργό Εθνικής Άμυνας της Τουρκίας Νουρεντίν Τζανικλί, το 2018. Ο Τζανικλί αποκάλυψε ότι ο τότε υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Τζέιμς Μάτις, του είχε πει: «Μπορούμε να διαχωρίσουμε το YPG από το PKK και να το κάνουμε να πολεμήσει το PKK». Η ιδέα ότι οι ΗΠΑ είναι πλήρως αντίθετες με τις στρατιωτικές επεμβάσεις της Τουρκίας στη Συρία, ότι οι Τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις πραγματοποίησαν επιχειρήσεις για να διαταράξουν τον τρομοκρατικό διάδρομο παρά τις ΗΠΑ, και ότι οι ΗΠΑ υποστήριξαν άνευ όρων το PKK, ακόμη και το YPG, εναντίον της συμμάχου του ΝΑΤΟ, Τουρκίας, είναι ένας μύθος που κατασκεύασαν οι εθνικιστές για να τυλίξουν τη σοβινιστική πολιτική τους με ένα αντιιμπεριαλιστικό πρόσχημα. Ας αφήσουμε στην άκρη όλα τα άλλα και ας δούμε απλώς τα γεγονότα. Η κεντρική εξουσία στη Συρία έχει περάσει στα χέρια του HTS, μιας τακφιριστικής σεκταριστικής δύναμης που υποστηρίζεται από τις ΗΠΑ και τη Βρετανία και εγκρίνεται από το Ισραήλ. Εν τω μεταξύ, τα βόρεια σύνορα της χώρας ελέγχονται από έναν στρατό του ΝΑΤΟ, την Τουρκία και τον Συριακό Εθνικό Στρατό υπό την προστασία της, μαζί με τις δυνάμεις του PYD/YPG υπό την προστασία των ΗΠΑ.

Μετά από χρόνια ρητορικής περί «τρομοκρατικού διαδρόμου», αυτό που αντιμετωπίζουμε τώρα στη Συρία είναι στην πραγματικότητα ένας διάδρομος του ΝΑΤΟ που εκτείνεται από τη Μεσόγειο μέχρι τα ιρακινά σύνορα. Το πιο πρόσφατο άνοιγμα παίζει κρίσιμο ρόλο στην επέκταση αυτού του διαδρόμου μέχρι τα ιρανικά σύνορα. Είναι αδύνατο να κατανοήσει κανείς αυτή τη διαδικασία πιστεύοντας στον εθνικιστικό μύθο ότι οι Ιρακινοί Κούρδοι βρίσκονται εξ ολοκλήρου υπό τον έλεγχο των ΗΠΑ. Η προτεραιότητα της πολιτικής των ΗΠΑ στο Ιράκ ήταν η σύμμαχος του ΝΑΤΟ, Τουρκία. Οι ΗΠΑ έχουν επιβάλει αμοιβή για τα κεφάλια των τριών κορυφαίων ηγετών του PKK, 5 εκατομμύρια δολάρια για τον Μουράτ Καραγιλάν, 4 εκατομμύρια δολάρια για τον Τζεμίλ Μπαγίκ και 3 εκατομμύρια δολάρια για τον Ντουράν Καλκάν. Το γεγονός ότι, όταν ξεκίνησε ο πόλεμος ΝΑΤΟ-Ρωσίας στην Ουκρανία, προέκυψαν επικριτικές, ακόμη και κατηγορητικές δηλώσεις κατά του ΝΑΤΟ από το εσωτερικό του κουρδικού κινήματος, είναι επίσης αξιοσημείωτο. Φυσικά, αυτές οι περιστασιακές εκρήξεις δεν αλλάζουν το γεγονός ότι το PKK εδώ και καιρό δεν διαθέτει μια συνεπή αντιιμπεριαλιστική γραμμή. Επί χρόνια, το PKK ακολουθεί μια προγραμματική πολιτική συμβιβασμού και συνεργασίας με τον ιμπεριαλισμό. Ωστόσο, στα μάτια των ΗΠΑ, το YPG και το PKK είναι αρκετά διακριτά ώστε οι ΗΠΑ να ακολουθούν μια πολιτική αντιπαράθεσης του ενός εναντίον του άλλου. Όσοι εντός του κουρδικού κινήματος έχουν δηλώσει τη διάλυση της οργάνωσης και το τέλος του ένοπλου αγώνα είναι ακριβώς η πτέρυγα στην οποία οι ΗΠΑ έχουν επιβάλει αμοιβή και είναι ακριβώς αυτοί τους οποίους ο Mattis σχεδίαζε να βάλει το YPG να καταστρέψει. Αν εξαλειφθεί αυτή η πτέρυγα, η ικανότητα των ΗΠΑ να επεκτείνουν τον διάδρομο του ΝΑΤΟ προς το Ιράν υπό τουρκική προστασία θα αυξηθεί. Όταν αρθεί το «εμπόδιο» στην ευθυγράμμιση της πολιτικής ΗΠΑ-Τουρκίας για το Ιράκ, θα αλλάξουν επίσης οι συνθήκες που ανάγκασαν τις ΗΠΑ να πάρουν το μέρος τής συμμάχου του ΝΑΤΟ, Τουρκίας, όσον αφορά στους Κούρδους που κάποτε προστάτευε, όπως στο δημοψήφισμα ανεξαρτησίας του Μπαρζανί το 2017, και οι συνθήκες που φέρνουν πιο κοντά την Τουρκία, την κεντρική κυβέρνηση του Ιράκ και το Ιράν.

Ο πόλεμος Ισραήλ-Ιράν ως πεδίο δοκιμών

Ο πόλεμος που ξεκίνησε με τη στρατιωτική επιθετικότητα του Ισραήλ εναντίον του Ιράν επηρεάζει άμεσα τη διαδικασία ανοίγματος. Δηλώσεις τόσο από το κράτος όσο και από το κουρδικό κίνημα δείχνουν ότι αυτός ο πόλεμος θεωρείται ως πεδίο δοκιμών για την τουρκοκουρδική συμμαχία. Ο Μπαχτσελί λέει: «Ο πολιτικός και στρατηγικός στόχος του Ισραήλ είναι να περικυκλώσει την ανατολική γεωγραφία και να σαμποτάρει τον στόχο μιας Τουρκίας απαλλαγμένης από την τρομοκρατία για λογαριασμό των κυρίων του», ενώ δύο βασικές προσωπικότητες του κουρδικού κινήματος, ο Οτσαλάν και ο Ντεμιρτάς, έχουν κάνει παράλληλες δηλώσεις. Είναι γνωστό ότι ο Οτσαλάν είπε στην αντιπροσωπεία που επισκέπτεται το Ιμραλί (το νησί στη Θάλασσα του Μαρμαρά όπου κρατείται φυλακισμένος), τον Σιρί Σουρεϊγιά Οντέρ και την Περβίν Μπουλντάν, ότι θα μπορούσαν να δολοφονηθούν από τις ΗΠΑ και το Ισραήλ. Πιο πρόσφατα, ο Τζενγκίζ Τσαντάρ, βουλευτής του κόμματος DEM από το Ντιγιαρμπακίρ, δήλωσε σε μια συνέντευξη: «Η μεγαλύτερη τύχη της Τουρκίας είναι ότι ο Αμπντουλάχ Οτσαλάν είναι αντι-Ισραηλινός». Σε αυτά προστίθενται οι τελευταίες δηλώσεις του Σελαχατίν Ντεμιρτάς, οι οποίες προειδοποιούν όσους βρίσκονται εντός του κουρδικού κινήματος και σκέφτονται να συμμαχήσουν με τις ΗΠΑ/Ισραήλ, λέγοντας ότι «ο ιμπεριαλισμός δεν δίνει τίποτα χωρίς να πάρει χίλια», καθώς και η κατηγορία του για τυχοδιωκτισμό εναντίον τους.

Είναι η διαδικασία ανοίγματος πραγματικά αντι-ΗΠΑ ή αντι-ισραηλινή σε περιεχόμενο; Όσον αφορά τις ΗΠΑ, δεν υπάρχει τέτοια αντίθεση. Όπως διαπιστώθηκε προηγουμένως, το σχέδιο της Δεύτερης Δημοκρατίας, τόσο στην εποχή Οζάλ όσο και στην τρέχουσα εκδοχή του, καθοδηγείται ουσιαστικά από τις ΗΠΑ. Η διάσταση του Ισραήλ, ωστόσο, είναι διαφοροποιημένη. Η αντίφαση του Ισραήλ με το άνοιγμα είναι σχετική. Οι επεκτατικές φιλοδοξίες της αποικιακής αστικής τάξης της Τουρκίας στη Συρία και το Ιράκ, και ευρύτερα στη Δυτική Ασία και τον ισλαμικό κόσμο, βρίσκονται κυρίως σε ανταγωνισμό με το Ιράν. Έτσι, η τουρκοκουρδική συμμαχία που βασίζεται στα συμφέροντα της αποικιακής αστικής τάξης στρέφεται περισσότερο εναντίον του Ιράν παρά εναντίον του Ισραήλ. Είναι αδιανόητο το Ισραήλ, το οποίο βρίσκεται σε πόλεμο με το Ιράν, να είναι απολύτως αντίθετο σε μια τέτοια ευθυγράμμιση. Πράγματι, παρά την έντονη αντι-ισραηλινή ρητορική, οι πολιτικές πρακτικές έρχονται σε αντίθεση με μια γνήσια αντι-ισραηλινή στάση. Το τουρκικό κράτος καταδικάζει λεκτικά τις επιθέσεις του Ισραήλ, ενώ παράλληλα παρέχει υλικοτεχνική υποστήριξη μέσω των βάσεων Ιντσιρλίκ και Κιουρετζίκ, ανταλλάσσοντας στρατιωτικά υλικά και πετρέλαιο με το Ισραήλ, και το προπαγανδιστικό τμήμα του δεσποτικού καθεστώτος εργάζεται υπερωριακά για να παρουσιάσει το Ιράν ως ανυπεράσπιστο έναντι του Ισραήλ, ενώ παράλληλα εντείνει τη θρησκευτική ρητορική για να αντιταχθεί στο Ιράν. Στην πολιτική στάση και τις πρακτικές θέσεις του τουρκικού κράτους, η ισορροπία ευνοεί σαφώς το Ισραήλ.

Μια παρόμοια κατάσταση επικρατεί και στο κουρδικό κίνημα. Αν και ο Ντεμιρτάς επικρίνει τις φιλοϊσραηλινές τάσεις, αυτές οι τάσεις υπάρχουν και είναι ισχυρές. Οι αντιφάσεις και οι μονομερείς πιέσεις τής διαδικασίας ανοίγματος ωθούν ορισμένους να αναζητήσουν εναλλακτικές λύσεις, και το Ισραήλ το ενθαρρύνει τακτικά αυτό μέσω της πατρωνίας. Ωστόσο, μια συνεκτική αντι-ισραηλινή στάση, που να αντιτίθεται σε αυτό, παραμένει δύσκολο να βρεθεί στο κουρδικό κίνημα. Ο Οτσαλάν, τον οποίο ο Τσαντάρ χαρακτηρίζει αντι-ισραηλινό, επαινεί το Ισραήλ ως παγκόσμιο ηγεμόνα και υποτιμά όσους το πολεμούν στη Γάζα, στο κείμενο προοπτικής που έστειλε στο 12ο Συνέδριο του ΡΚΚ. Ο Ντεμιρτάς ξεκινά τις λεγόμενες προειδοποιήσεις του κατά του ιμπεριαλισμού επικρίνοντας το Ιράν. Το Εκτελεστικό Συμβούλιο του KCK [Koma Civakên Kurdistanê] δημοσιεύει μια «Διακήρυξη κατά των Επιθέσεων του Ισραήλ», αλλά καταδικάζει σε αυτήν τον πόλεμο, όχι το Ισραήλ. Το πιο χαρακτηριστικό είναι ότι το PJAK [Partiya Jiyana Azad a Kurdistanê – Κουρδικό Κόμμα Ελεύθερης Ζωής], η ιρανική πτέρυγα της KCK, αρνείται να πάρει θέση, κατηγορεί το Ιράν ότι ξεκίνησε τον πόλεμο και εξισώνει το Ισραήλ και το Ιράν για τη δολοφονία αμάχων, χωρίς να αναφέρει τη Γάζα. Ο όρκος του να «είναι έτοιμος για οποιαδήποτε επέμβαση» ενάντια σε επιθέσεις εναντίον Κούρδων παρουσιάζεται ως αυτοάμυνα. Αλλά δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι το PJAK δεν θα επαναλάβει τον οπορτουνισμό και τη συνεργασία των Μπαρζανί και Ταλαμπανί κατά την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ, αυτή τη φορά στο Ιράν.

Ιστορικά, ο ισραηλινός σιωνισμός βλέπει όλα τα μη αραβικά έθνη της Δυτικής Ασίας ως πιθανούς στρατηγικούς συμμάχους. Μετά τη Νάκμπα, η Τουρκία ήταν το πρώτο μουσουλμανικό κράτος που αναγνώρισε το Ισραήλ, ακολουθούμενη από το Ιράν υπό τον Σάχη. Μόνο μετά την επανάσταση του 1979 το Ιράν έγινε εχθρικό προς το Ισραήλ. Παρά τις περιστασιακές εντάσεις, η Τουρκία παραμένει σύμμαχος του Ισραήλ ως μέλος του ΝΑΤΟ. Ο αγώνας της για επιρροή στον ισλαμικό κόσμο προκαλεί τριβές, αλλά όχι σύγκρουση, με το Ισραήλ. Εν τω μεταξύ, το Ισραήλ φοβάται ότι τα περιφερειακά κενά μετά το Ιράν θα καλυφθούν από την Τουρκία και την εμφάνιση ενός σουνιτικού άξονα για να αμφισβητήσει το Ισραήλ μετά την αποδόμηση της σιιτικής αντίστασης. Αυτή είναι η βάση της αντίθεσης του Ισραήλ. Η στάση του Ισραήλ απέναντι στο καθεστώς του HTS [Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ] της Συρίας και η συνεργασία του με την Τουρκία είναι ενδεικτική. Το HTS δεν έχει ρίξει ποτέ ούτε μια σφαίρα στο Ισραήλ, ακόμη και όταν αυτό προελαύνει προς τη Δαμασκό και ταυτόχρονα καταλαμβάνει άλλα μέρη της Συρίας. Ο αλ-Σαράα υπόσχεται να προστατεύσει τα ισραηλινά στρατηγικά συμφέροντα και επαινεί τον προστάτη του Σιωνισμού Τραμπ, ωστόσο το Ισραήλ βομβαρδίζει τη Συρία για να εμποδίσει το HTS να αποκαταστήσει τη στρατιωτική ικανότητα της εποχής Άσαντ και ενθαρρύνει τους Δρούζους και τους Κούρδους να αποσπαστούν από τη Δαμασκό.

Το Ισραήλ προτιμά από τη μία πλευρά η Τουρκία, μέλος του ΝΑΤΟ, και το Αζερμπαϊτζάν να γίνουν σιωνιστική βάση στον Καύκασο, ενώ από την άλλη πλευρά το υποστηριζόμενο από τις ΗΠΑ PYD, τα κόμματα των Κούρδων του Βόρειου Ιράκ και το PJAK κάνουν το ίδιο, για να πολεμήσουν το Ιράν. Η ταυτόχρονη υποστήριξη του Ισραήλ προς το Κόμμα Zafer του Ουμίτ Οζντάγκ στην Τουρκία (το οποίο το 7ο Συνέδριο του DIP ορίζει ως Ισραηλινό Τουρανισμό) και οι τάσεις κατά του ανοίγματος των Κούρδων ταιριάζουν σε αυτή τη λογική. Το PJAK ζητά αυτοδιοίκηση όχι μόνο για τους Κούρδους, αλλά και για όλες τις εθνοτικές ομάδες (Αζέρους, Βαλούχους κ.λπ.). Παρά το γεγονός ότι το PJAK αναφέρεται στον Οτσαλάν, οι Αζέροι του Ιράν αναμένεται να ενεργήσουν με Τουρανικά και όχι συνομοσπονδιακά κίνητρα. Αν προκύψει μια πολυεθνική κινητοποίηση αυτοδιοίκησης στο Ιράν, η ιδεολογική της συνάφεια πιθανότατα θα είναι ο Σιωνισμός και όχι ο συνομοσπονδισμός του Οτσαλάν.

Επομένως, αν η εναρκτήρια διαδικασία ήταν πραγματικά αντι-ισραηλινή, ο πόλεμος Ισραήλ-Ιράν θα την αποκάλυπτε. Οι γνήσιοι αντίπαλοι του Ισραήλ, ακόμη και αν δεν είναι φιλοϊρανοί, θα εργαστούν για την ήττα του. Το φθινόπωρο του 2024, το τουρκικό κοινοβούλιο πραγματοποίησε εμπιστευτική συνεδρίαση, όχι για το Ιράν, αλλά για μια πιθανή σύγκρουση με το Ισραήλ. Φανταστείτε ένα κράτος που ισχυρίζεται ότι μια χώρα αποτελεί απειλή γι’ αυτό, αλλά της παρέχει υλικοτεχνική, εμπορική, στρατιωτική υποστήριξη και πληροφορίες κατά τη διάρκεια πολέμου. Οποιοσδήποτε θα πίστευε ότι τέτοιοι ηγέτες ήταν είτε προδότες είτε ανόητοι, ή συνεργάζονταν κρυφά με το κράτος για το οποίο κάνουν μια μυστική συνάντηση. Αυτή είναι η κατάσταση της Τουρκίας. Η αντι-ισραηλινή ρητορική και οι φήμες ότι «η Τουρκία ακολουθεί το Ιράν» απλώς περιβάλλουν το αντιδραστικό, επεκτατικό άνοιγμα προς το πετρέλαιο σε ένα αμυντικό περιτύλιγμα. Μια ειλικρινής στάση θα σήμαινε αποχώρηση από το ΝΑΤΟ, κλείσιμο των βάσεων Ιντσιρλίκ και Κιουρετζίκ και διακοπή της στρατιωτικής, εμπορικής υποστήριξης και πληροφοριών προς το Ισραήλ. Όλα τα άλλα είναι απλώς προπαγάνδα.

Δυστυχώς, η δήλωση του Ντεμιρτάς — «Από την Αδριανούπολη μέχρι το Χακάρι, 86 εκατομμύρια μετατρέπονται σε λαϊκό στρατό· θα υπερασπιστούμε την κοινή μας πατρίδα με κάθε κόστος», ηχεί κούφια χωρίς συγκεκριμένα αντιιμπεριαλιστικά και αντισιωνιστικά αιτήματα. Αν πρόκειται για την υπεράσπιση της κοινής πατρίδας, πρέπει να διευκρινιστεί εναντίον ποιου: των ΗΠΑ και του Ισραήλ. Ο εχθρός πρέπει να κατονομάζεται με σαφήνεια. Όσο η Τουρκία παραμένει στο ΝΑΤΟ, όσο η αποικιακή αστική τάξη επιδιώκει την επέκταση υπό την προστασία των ΗΠΑ και όσο η σουνιτική ισλαμική αδελφότητα αντικαθιστά την αδελφότητα των λαών, το αποτέλεσμα δεν θα είναι ένας λαϊκός στρατός αλλά, στην καλύτερη περίπτωση, Συντάγματα Χαμιδιέ (Συντάγματα Ιππικού που σχηματίστηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα για να καταστείλουν τα αιτήματα των Αρμενίων για αυτοδιάθεση και πολιτικά δικαιώματα, διαβόητα για τη συμμετοχή τους σε αρκετές σφαγές).

Ο αντιιμπεριαλισμός και ο διεθνισμός είναι ένα αδιαίρετο σύνολο! Η λύση πρέπει να είναι επαναστατική!

Βλέπουμε ότι το θέμα ενός Τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου, που αναφέρεται στο ψήφισμα του 12ου Συνεδρίου του PKK, επαναλαμβάνεται συχνά τόσο από τον [υπουργό εξωτερικών] Χακάν Φιντάν όσο και από τον Ντεβλέτ Μπαχτσελί. Ωστόσο, το αναγνωρίσαμε αυτό πολύ πριν από αυτούς και συγκαλέσαμε ένα Έκτακτο Συνέδριο του Επαναστατικού Εργατικού Κόμματος (DİP) το 2016 ακριβώς σε αυτή τη βάση. Εκείνο το Έκτακτο Συνέδριο διακήρυξε: «Ο Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος έχει λάβει τη μορφή ενός κινδύνου που είναι άμεσος, συγκεκριμένος και απτά έντονος». Στη συνέχεια, χάραξε τη γραμμή αγώνα ως εξής: «Ενάντια στον πόλεμο και τη βαρβαρότητα: παγκόσμια επανάσταση και σοσιαλισμός». Κατέληγε στο συμπέρασμα: «Ο μόνος τρόπος για να νικήσουμε τους μεγάλους πολέμους, οι οποίοι είναι προϊόντα της ιστορικής παρακμής του καπιταλισμού και της αντιδραστικότητας της αστικής τάξης, είναι η επανάσταση». Όταν η απειλή του Τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου έγινε ακόμη πιο συγκεκριμένη με τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο που υποκίνησε το ΝΑΤΟ στην Ουκρανία εναντίον της Ρωσίας, ο επαναστατικός μαρξισμός δεν δίστασε ούτε στιγμή να ισχυριστεί ότι ο δρόμος προς την ειρήνη περνάει μέσα από τον αντιιμπεριαλισμό: «Μια διαρκής παγκόσμια ειρήνη δεν είναι δυνατή χωρίς να γονατίσει ο ιμπεριαλισμός μέσω ηττών στο στρατιωτικό μέτωπο και τελικών χτυπημάτων μέσω επαναστάσεων. Η παγκόσμια ειρήνη είναι ζήτημα παγκόσμιας επανάστασης!» (Ψήφισμα του 7ου Συνεδρίου του DİP: Ο παγκόσμιος πόλεμος δεν θα σταματήσει με την καλή θέληση του ιμπεριαλισμού, αλλά με την ήττα του! Η ανθρωπότητα θα σωθεί από τη Διεθνή!) Ο λόγος που υπενθυμίζουμε και επαναλαμβάνουμε όλα αυτά είναι ότι αν μιλάτε για την πιθανότητα ενός Τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου, είναι επιτακτική ανάγκη να πάρετε μια σαφή θέση, μαζί με το να δηλώσετε με ποιανού το μέρος είστε. Οποιαδήποτε στάση κατά του πολέμου πρέπει να συνδυάζεται με τη θέση ενάντια στον ιμπεριαλισμό.

Αλλά, κάθε φορά που το δεσποτικό μέτωπο μιλάει για έναν Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ακολουθείται από μια ανάλυση απειλών και, αναπόφευκτα, από μια τάση να εντοπίζονται ευκαιρίες που προκύπτουν από αυτήν την ανάλυση. Γι’ αυτό ακριβώς το δεσποτικό μέτωπο χαίρεται με την προοπτική επιστροφής του Τραμπ στην εξουσία στις ΗΠΑ. Νιώθουν ευφορία που προσεύχονται στο τέμενος των Ομαγιάντ στη Δαμασκό, συλλαμβάνοντας τις αντιθέσεις μεταξύ ιμπεριαλισμού και Ρωσίας στη Συρία. Φυσικά, δεν λένε ότι ξεκινούν μια εκστρατεία υπό την αιγίδα του ιμπεριαλισμού. Αντ’ αυτού, μιλούν για εδραίωση του «εθνικού μετώπου» και διαδίδουν φαντασιώσεις ενός «Τουρκικού Αιώνα». Για να προσθέσουν ηθική νομιμότητα σε αυτή την διαφημιστική εκστρατεία, την τυλίγουν επίσης στη συσκευασία ενός «πολέμου με το Ισραήλ». Μέσα από τις πολιτικές τους, καταστρέφουν τον λαό. Ακόμη και η προτίμησή τους για τον μεταφρασμένο αγγλικό όρο «home front» αντί για τον τουρκικό «rear front» είναι ενδεικτική αυτού. Διότι ενώ ο ισχυρισμός τους για πόλεμο κατά του ιμπεριαλισμού και του σιωνισμού στο εξωτερικό είναι ένα κενό καύχημα, το μέτωπο του δεσποτισμού στην πραγματικότητα διεξάγει έναν πραγματικό πόλεμο στο εσωτερικό, ενάντια στις εργαζόμενες μάζες. Γι’ αυτό, όταν μιλούν για «εσωτερικό μέτωπο», στην πραγματικότητα επιταχύνουν την κατάρρευση της Τουρκίας και, αντί να πολεμούν το Ισραήλ, αποφεύγουν σχολαστικά να αγγίξουν τα στρατηγικά συμφέροντα του Σιωνισμού. Συνεχίζουν να στέλνουν αγαθά και πετρέλαιο στη γενοκτονία του Σιωνισμού. Συντάσσονται με τον βρετανικό ιμπεριαλισμό και τοποθετούνται υπό την προστασία του Τραμπ εναντίον του Ιράν, παίζοντας το ιμπεριαλιστικό-σιωνιστικό παιχνίδι. Και η λεγόμενη «διαδικασία ανοίγματος» που έχουν ξεκινήσει δεν είναι παρά ένα κομμάτι αυτού του παιχνιδιού.

Το κουρδικό κίνημα, επίσης, συμβαδίζει με αυτό το παιχνίδι. Στη στάση τους απέναντι στον ιμπεριαλισμό, δεν ακολουθούν το παράδειγμα του Κεμάλ Πιρ αλλά του Μαζλούμ Αμπντί. Το ψήφισμα του συνεδρίου του PKK επικαλείται τα λόγια του Ντενίζ Γκεζμίς και των συντρόφων του στην αγχόνη, αναθέτοντας υποστηρικτικό ρόλο στις σοσιαλιστικές δυνάμεις της Τουρκίας. Ωστόσο, ακόμη και όταν παραθέτουν αυτές τις λέξεις, παραλείπουν την κραυγή «Κάτω ο ιμπεριαλισμός!». Σε αυτό που οι ίδιοι αποκαλούν ιστορική δήλωση, «Οι τρέχουσες εξελίξεις στη Μέση Ανατολή στο πλαίσιο του Τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου καθιστούν αναπόφευκτη την αναδιάρθρωση των κουρδοτουρκικών σχέσεων», ούτε μία φορά δεν αναφέρεται η έννοια του ιμπεριαλισμού. Σε ένα περιβάλλον όπου ο Οτσαλάν εκφράζει ευγνωμοσύνη στον Ντεβλέτ Μπαχτσελί σε κάθε βήμα, όπου αυτή η ευγνωμοσύνη έχει γίνει αναπόσπαστο κομμάτι κάθε ομιλίας οποιουδήποτε εκπροσώπου του Κόμματος DEM και όπου ευχές για μακροζωία απευθύνονται στον ηγέτη του ιστορικού κόμματος του φασισμού, η κραυγή του Χουσεΐν στην αγχόνη, «Κάτω ο φασισμός!» δεν υπάρχει πουθενά. Στις 6 Μαΐου του τρέχοντος έτους, όχι μόνο η αντιπολίτευση αλλά ακόμη και στοιχεία της κυβέρνησης τίμησαν τη μνήμη των τριών μαρτύρων, όμως κανείς δεν σηκώθηκε να φωνάξει, όπως έκανε ο Γιουσούφ από την αγχόνη: «Εμείς υπηρετούμε τον λαό μας, εσείς υπηρετείτε την Αμερική!» Εμείς, από την άλλη πλευρά, αναλύουμε την τρέχουσα διαδικασία με τη μαρξιστική μέθοδο, καθορίζουμε τη θέση μας μέσω της συγκεκριμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης και με βάση την ταξική πάλη. Παίρνουμε ως καθήκον μας τα λόγια που ειπώθηκαν από τον Ντενίζ, τον Γιουσούφ και τον Χουσεΐν καθώς βάδιζαν προς το θάνατό τους. Αντιστεκόμαστε στο σύρσιμο της φτωχής, εργατικής νεολαίας Τούρκων και Κούρδων σε επεκτατικές περιπέτειες υπό το πρόσχημα της ειρήνης. Απορρίπτουμε τη λασπολογία που στοχεύει στον σοσιαλισμό για να νομιμοποιήσει τους πολιτικούς προσανατολισμούς των άλλων. Δεν δεχόμαστε τον ισχυρισμό ότι ο αγώνας της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων για την εξουσία είναι ξεπερασμένος. Ως επαναστάτες αυτής της γης, είμαστε αφοσιωμένοι στην πλήρη ισότητα μεταξύ Κούρδων και Τούρκων, μεταξύ της κουρδικής και της τουρκικής γλώσσας, στην αδελφοσύνη των λαών και στον διεθνισμό.

Ο συνεπής αντιιμπεριαλισμός και ο διεθνισμός αποτελούν ένα αδιαίρετο σύνολο. Όταν αυτή η ενότητα διασπάται, η προσέγγιση του κουρδικού κινήματος, υπό το πρόσχημα της κριτικής τού έθνους-κράτους ή του «πραγματικού» σοσιαλισμού, για να διακόψει τους δεσμούς τόσο με την ταξική πάλη όσο και με τον αντιιμπεριαλισμό αρχίζει να ευθυγραμμίζεται με την αποικιακή τουρκική αστική τάξη και τον εθνικισμό της. Όσοι επιδιώκουν συμμαχίες με τις αποικιακές αστικές τάξεις για μια υποτιθέμενη «λύση» συναντούν τα περιφερειακά σχέδια του ιμπεριαλισμού. Η διεθνιστική και αντιιμπεριαλιστική στάση, ωστόσο, έχει από καιρό υποστεί κατηγορίες για αυτονομισμό από τις άρχουσες τάξεις και σφοδρές ιδεολογικές και πολιτικές επιθέσεις από ορισμένες τάσεις εντός του κουρδικού κινήματος. Ωστόσο, κάθε πολιτική που υπερασπίζεται την ισότητα του κουρδικού λαού και αντανακλά τα κοινά κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα των Κούρδων και Τούρκων εργατών και εργαζομένων, πρέπει να είναι τόσο διεθνιστική όσο και αντιιμπεριαλιστική. Αυτή είναι η βάση της αξιολόγησης και της θέσης μας απέναντι στην τρέχουσα διαδικασία. Οι τρέχουσες εξελίξεις στη Δυτική Ασία υπό τη σκιά ενός πιθανού Τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου απαιτούν την αναδιάρθρωση των κουρδοτουρκικών σχέσεων σε αντιιμπεριαλιστική, αντιαποικιακή, επαναστατική και διεθνιστική βάση, στο πλαίσιο της αδελφοσύνης μεταξύ όλων των λαών της Δυτικής Ασίας. Ενώ η γενοκτονία συνεχίζεται στη Γάζα, ενώ η εθνοτική και θρησκευτική κάθαρση συνεχίζεται στη Συρία, και ενώ ολόκληρη η περιοχή οδηγείται σε αδελφοκτόνο πόλεμο μέσω των ενωμένων προσπαθειών ιμπεριαλιστών, αποικιοκρατών και σιωνιστών, η λύση έγκειται στην εκκαθάριση της Δυτικής Ασίας από ιμπεριαλιστικές βάσεις και στρατιώτες, στην εξάλειψη της γενοκτονικής οντότητας που είναι γνωστή ως Ισραήλ, στην ήττα των αντιδραστικών, αποικιακών και συνεργατικών καθεστώτων και στην προώθηση ενός επαναστατικού προγράμματος προς μια Σοσιαλιστική Ομοσπονδία της Δυτικής Ασίας και της Βόρειας Αφρικής.